παρατήρησις: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
m (Text replacement - "d’" to "d'") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] ἡ, das daneben od. dabei Beobachten, τῶν ἄστρων D. Sic. 1, 28, u. A. von Beobachtung der Vogelzeichen; – das Beobachten und Auflauern, Pol. 16, 22, 8; καὶ [[ἐνέδρα]], Plut. qu. Rom. 9; – παρατήρησιν ποιεῖσθαι, beobachten, Is. et Os. 31. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0503.png Seite 503]] ἡ, das daneben od. dabei Beobachten, τῶν ἄστρων D. Sic. 1, 28, u. A. von Beobachtung der Vogelzeichen; – das Beobachten und Auflauern, Pol. 16, 22, 8; καὶ [[ἐνέδρα]], Plut. qu. Rom. 9; – παρατήρησιν ποιεῖσθαι, beobachten, Is. et Os. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> observation (des astres, des augures, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> action d'épier, surveillance.<br />'''Étymologie:''' [[παρατηρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''παρατήρησις''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἄστρων Διόδ. 1. 28, πρβλ. 5. 31· π. παθέων ἀλλοτρίων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. σ. XIX· ποιεῖσθαι τὴν π. Πλούτ. 2. 363Β· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ παρατηρηθῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 20· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκ τοῦ πλησίον [[παρατήρησις]] πρὸς ἀνακάλυψιν σφαλμάτων κλπ., Πολύβ. 16 22, 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 266Α. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[παρατήρησις]], [[σημείωσις]], Λογγῖν. 23, Σχολ. | |lstext='''παρατήρησις''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἄστρων Διόδ. 1. 28, πρβλ. 5. 31· π. παθέων ἀλλοτρίων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. σ. XIX· ποιεῖσθαι τὴν π. Πλούτ. 2. 363Β· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ δύναται νὰ παρατηρηθῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 20· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκ τοῦ πλησίον [[παρατήρησις]] πρὸς ἀνακάλυψιν σφαλμάτων κλπ., Πολύβ. 16 22, 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 266Α. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., [[παρατήρησις]], [[σημείωσις]], Λογγῖν. 23, Σχολ. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 07:50, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A observation, διειλημμένοι εἰς παρατήρησιν kept under surveillance, Aen. Tact. 10.25; παρατηρήσεις ἄστρων D. S. 1.28, cf. 5.31; π. παθέων ἀλλοτρίων IG42(1).687.14 (Epid., ii A. D.); ποιεῖσθαι τὴν π. Plu.2.36 3b; μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, Ev. Luc. 17.20: in bad sense, close observation, to detect faults, etc., Plb. 16.22.8; ἐνέδρα καὶ π. Plu. 2.266b; empirical observation, opp. λογισμός, Gal.1.127; so κατὰ ἱστορίαν ἢ π. Phld.Rh. 1.40 S. 2. observance of rules, etc., D.T.629.21. 3. remark, note, παρατηρήσεως ἄξια Longin.23.2, cf. Sch.Ar.Ra.1258; ψιλὴ π. bare notice, A.D.Pron.41.8.
German (Pape)
[Seite 503] ἡ, das daneben od. dabei Beobachten, τῶν ἄστρων D. Sic. 1, 28, u. A. von Beobachtung der Vogelzeichen; – das Beobachten und Auflauern, Pol. 16, 22, 8; καὶ ἐνέδρα, Plut. qu. Rom. 9; – παρατήρησιν ποιεῖσθαι, beobachten, Is. et Os. 31.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 observation (des astres, des augures, etc.);
2 action d'épier, surveillance.
Étymologie: παρατηρέω.
Greek (Liddell-Scott)
παρατήρησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἄστρων Διόδ. 1. 28, πρβλ. 5. 31· π. παθέων ἀλλοτρίων Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. σ. XIX· ποιεῖσθαι τὴν π. Πλούτ. 2. 363Β· οὐκ ἔρχεται ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ μετὰ παρατηρήσεως, οὕτως ὥστε νὰ δύναται νὰ παρατηρηθῇ, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιζ΄, 20· - ἐπὶ κακῆς σημασίας, ἐκ τοῦ πλησίον παρατήρησις πρὸς ἀνακάλυψιν σφαλμάτων κλπ., Πολύβ. 16 22, 8, πρβλ. Πλούτ. 2. 266Α. 2) παρὰ τοῖς γραμμ., παρατήρησις, σημείωσις, Λογγῖν. 23, Σχολ.
English (Strong)
from παρατηρέω; inspection, i.e. ocular evidence: obervation.
English (Thayer)
παρατηρήσεως, ἡ (παρατηρέω), observation (Polybius 16,22, 8), Diodorus, Josephus, Antoninus, Plutarch, others): μετά παρατηρήσεως, in such a manner that it can be watched with the eyes, i. e. in a visible manner, Luke 17:20.
Greek Monotonic
παρατήρησις: ἡ, παρατήρηση, παρακολούθηση, μετὰ παρατηρήσεως, έτσι ώστε αυτό να μπορεί να παρατηρηθεί, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
παρατήρησις: εως ἡ
1) наблюдение (τῶν ἄστρων Diod.): τὴν παρατήρησιν ποιεῖσθαι Plut. наблюдать; μετὰ παρατηρήσεως NT заметным образом;
2) высматривание, подстерегание (π. καὶ ἐνέδρα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρατήρησις -εως, ἡ [παρατηρέω] waarneming, observatie:. μετὰ παρατηρήσεως op waarneembare wijze NT Luc. 17.20.
Middle Liddell
παρατήρησις, εως,
observation, μετὰ παρατηρήσεως so that it can be observed, NTest.
Chinese
原文音譯:parat»rhsij 爬拉-帖雷西士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-保存(著)
字義溯源:檢視,觀察,眼見的;源自(παρατηρέω)=在旁檢視,窺探);由(παρά)*=旁,出於)與(τηρέω)=防守)組成;其中 (τηρέω)出自(τήρησις)X*=守望)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 眼見的(1) 路17:20