πολυύμνητος: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>πολῠύμνητος</b> <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[much]] [[celebrated]] in [[song]] Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5)
|sltr=<b>πολῠύμνητος</b> [[much]] [[celebrated]] in [[song]] Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5)
}}
}}
{{eles
{{eles

Revision as of 11:35, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολυύμνητος Medium diacritics: πολυύμνητος Low diacritics: πολυύμνητος Capitals: ΠΟΛΥΥΜΝΗΤΟΣ
Transliteration A: polyúmnētos Transliteration B: polyymnētos Transliteration C: polyymnitos Beta Code: poluu/mnhtos

English (LSJ)

ον, much-famed in song, Pi.N.2.5, M.Ant.7.6, Chor. in Jahrb.9.187.

German (Pape)

[Seite 675] viel besungen, ἄλσος, Pind. N. 2, 5.

Greek (Liddell-Scott)

πολυύμνητος: -ον, ὁ πολὺ ὑμνούμενος, Πινδ. Ν. 2. 8, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 7. 6, κτλ.

English (Slater)

πολῠύμνητος much celebrated in song Νεμεαίου ἐν πολυυμνήτῳ Διὸς ἄλσει (N. 2.5)

Spanish

muy alabado con himnos

Greek Monolingual

-η, -ο / πολυύμνητος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που υμνείται σε άσματα πολύ ή πολλές φορές, περίφημος, ονομαστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὑμνητός (< ὑμνῶ)].

Greek Monotonic

πολυύμνητος: -ον, αυτός που έχει υμνηθεί πολύ, πολύ γνωστός στο τραγούδι, σε Πίνδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυύμνητος -ον [πολύς, ὑμνέω] veel bezongen.

Middle Liddell

πολυ-ύμνητος, ον,
much-famed in song, Pind.