πυρράζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=purra/zw | |Beta Code=purra/zw | ||
|Definition=to [[be fiery red]], of the sky, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>16.2</span>. | |Definition=to [[be fiery red]], of the sky, <span class="bibl"><span class="title">Ev.Matt.</span>16.2</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=être d'un rouge ardent, être roux.<br />'''Étymologie:''' [[πυρρός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πυρράζω''': εἶμαι [[πυρρός]], [[ἐρυθρός]], [[κόκκινος]] ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ. | |lstext='''πυρράζω''': εἶμαι [[πυρρός]], [[ἐρυθρός]], [[κόκκινος]] ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer |
Revision as of 08:47, 2 October 2022
English (LSJ)
to be fiery red, of the sky, Ev.Matt.16.2.
French (Bailly abrégé)
être d'un rouge ardent, être roux.
Étymologie: πυρρός.
Greek (Liddell-Scott)
πυρράζω: εἶμαι πυρρός, ἐρυθρός, κόκκινος ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ.
English (Thayer)
equivalent to πυρρός γίνομαι, to become glowing, grow red, be red: T brackets; WH reject the passage) (Byzantine writings; πυρρίζω in the Sept. and Philo.)
Greek Monolingual
ΜΑ πυρρός
(ιδίως για ουρανό) είμαι πυρροκόκκινος, έχω το χρώμα της φωτιάς («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ.).
Greek Monotonic
πυρράζω: (πυρρός), είμαι φλογερός ή όπως η φωτιά κόκκινος, λέγεται για τον ουρανό, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρράζω [πυρρός] (vuur)rood zijn.
Russian (Dvoretsky)
πυρράζω: пламенеть (как огнем), быть огненного цвета (πυρράζει ὁ οὐρανός NT).
Middle Liddell
πυρράζω, πυρρός
to be fiery red, of the sky, NTest.
Chinese
原文音譯:pu¸?£zw 匹而拉索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:火(紅的)
字義溯源:發紅,如火紅;源自(πυρρός)=如火紅的,而 (πυρέσσω)出自(πῦρ)*=火)
出現次數:總共(2);太(2)
譯字彙編:
1) 發紅(2) 太16:2; 太16:3