στάδην: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0926.png Seite 926]] adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en se tenant debout;<br /><b>2</b> selon le poids.<br />'''Étymologie:''' v. [[ἵστημι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στάδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ. ([[ἵστημι]]) ἱστάμενος, [[ὄρθιος]], [[στάδην]] ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. ([[ἵστημι]]: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, [[ἀνάλογος]] τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. [[στήδην]]. | |lstext='''στάδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ. ([[ἵστημι]]) ἱστάμενος, [[ὄρθιος]], [[στάδην]] ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. ([[ἵστημι]]: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, [[ἀνάλογος]] τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. [[στήδην]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:00, 2 October 2022
English (LSJ)
Adv., (ἵστημι) in standing posture, σ. ἑστῶτες standing stock-still, Pl.Com.130; cf. στήδην.
German (Pape)
[Seite 926] adv., stehend, grade feststehend? – Nach dem Gewichte, Nic. Al. 327.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en se tenant debout;
2 selon le poids.
Étymologie: v. ἵστημι.
Greek (Liddell-Scott)
στάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ἵστημι) ἱστάμενος, ὄρθιος, στάδην ἑστῶτες, ἱστάμενοι ὄρθιοι καὶ ἀκίνητοι, Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Σκευ.»1. ΙΙ. (ἵστημι: Α. IV) = κατὰ τὸ βάρος, ἀνάλογος τοῦ βάρους, Νικ. Ἀλεξιφ. 327˙ πρβλ. στήδην.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. σε όρθια στάση («στάδην ἑστῶτες ὠρύονται» — στέκονται όρθιοι και ωρύονται, Πλάτ.)
2. με το ζύγι, ανάλογα με το βάρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. έχει σχηματιστεί από τη συνεσταλμένη βαθμίδα στă- του ἵστημι + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. στάγ-δην)].
Frisk Etymological English
See also: s. στάδιος