γράσος: Difference between revisions
τό γε μὴν ἀόργητον ἀνδρός ἐστι σοφοῦ → and to be able also to subdue anger is the part of a wise man
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=gra/sos | |Beta Code=gra/sos | ||
|Definition=ὁ, prop., [[smell of a goat]]: hence, of men, A. or Ar. ap. Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ψό]], <span class="bibl">Eup.242</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>879a23</span>, Plu.2.180c, <span class="bibl">M.Ant.9.36</span>. | |Definition=ὁ, prop., [[smell of a goat]]: hence, of men, A. or Ar. ap. Phot. [[sub verbo|s.v.]] [[ψό]], <span class="bibl">Eup.242</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span>879a23</span>, Plu.2.180c, <span class="bibl">M.Ant.9.36</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>et</i> [[γράσσος]], ου (ὁ) :<br />mauvaise odeur.<br />'''Étymologie:''' DELG un nom du bouc, de [[γράω]], comme [[τράγος]]‖[[τρώγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''γράσος''': ὁ, ἡ [[δυσωδία]] τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. [[κινάβρα]]), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, Πολυδ. Β΄, 77· πρβλ. [[γράσων]]·― ἡ [[δυσωδία]] κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36. | |lstext='''γράσος''': ὁ, ἡ [[δυσωδία]] τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. [[κινάβρα]]), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, Πολυδ. Β΄, 77· πρβλ. [[γράσων]]·― ἡ [[δυσωδία]] κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:35, 1 October 2022
English (LSJ)
ὁ, prop., smell of a goat: hence, of men, A. or Ar. ap. Phot. s.v. ψό, Eup.242, Arist.Pr.879a23, Plu.2.180c, M.Ant.9.36.
French (Bailly abrégé)
et γράσσος, ου (ὁ) :
mauvaise odeur.
Étymologie: DELG un nom du bouc, de γράω, comme τράγος‖τρώγω.
Greek (Liddell-Scott)
γράσος: ὁ, ἡ δυσωδία τοῦ τράγου καὶ ἐπομένως, ὡς τὸ Λατ. hircus, καὶ ἡ τοῦ ἱδρῶτος ἐν ταῖς μασχάλαις (πρβλ. κινάβρα), Αἰσχύλ. Ἀπόσπ. 76 (πρβλ. Δινδ. Ἀριστοφ. Ἀπόσπ. 706), Εὔπολ. Πολ. 34, Ἀριστ. Προβλ. 4. 24., 13. 9, Πολυδ. Β΄, 77· πρβλ. γράσων·― ἡ δυσωδία κακῶς παρεσκευασμένου μαλλίου, Συνέσ. 257C, Μ. Ἀντων. 9. 36.
Greek Monolingual
ο (Α γράσος)
1. δυσοσμία τράγου, τραγίλα
2. δυσοσμία από τον ιδρώτα τών μασχαλών τών ανθρώπων, ιδρωτίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γράω «καταπίνω» (πρβλ. τράγος-τρώγω) με επίθημα -σο-. Η λ. γράσος έχει και τη σημασία «τράγος» από μετωνυμία].
Russian (Dvoretsky)
γράσος: и γρᾶσος, v.l. Plut. γράσσος ὁ козлиный запах Aesch., Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: smell of a goat (Ar.).
Derivatives: γράσων id. (M. Ant.; cf. γνάθων beside γνάθος, Leumann Sprache 1 (1949) 207 n. 13), γρασωνία = γράσος (Archig. Med.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably] [probably]
Etymology: γράσος would be a word for he-goat = from γράω gnaw, s. v. On σο- Chantr. Form. 433ff., Schwyzer 516, Solmsen Wortforschung 232f.
Frisk Etymology German
γράσος: {grásos}
Grammar: m.
Meaning: Bocksgeruch (Kom., Arist. usw.).
Derivative: Davon γράσων wie ein Bock riechend (M. Ant. u. a.; vgl. z. B. γνάθων von γνάθος und Leumann Sprache 1, 207 A. 13) mit γρασωνία = γράσος (Archig. Med.).
Etymology: γράσος steht metonymisch für Bock = "Nager, Näscher", von γράω, s. d. Zum σο-Suffix s., außer Chantraine Formation 433ff. und Schwyzer 516, bes. Solmsen Wortforschung 232f.
Page 1,324