κάβος: Difference between revisions
ὀρχούμενός τις καὶ τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν παρωρχεῖτο → a dancer was presenting Kronos who devoured his children, an actor portrayed Kronos who devoured his children
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "<span class="bibl">LXX" to "<span class="bibl">LXX") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kavos | |Transliteration C=kavos | ||
|Beta Code=ka/bos | |Beta Code=ka/bos | ||
|Definition=ὁ, (Hebr. <b class="b2">ḳab</b>) [[corn-measure]],= 4 [[ξέσται]], <span class="bibl">LXX <span class="title">4 Ki.</span>6.25</span>; [[falsa lectio|f.l.]] in <span class="title">Gp.</span>7.20.1. | |Definition=ὁ, (Hebr. <b class="b2">ḳab</b>) [[corn-measure]],= 4 [[ξέσται]], <span class="bibl">[[LXX]] <span class="title">4 Ki.</span>6.25</span>; [[falsa lectio|f.l.]] in <span class="title">Gp.</span>7.20.1. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 08:20, 15 October 2022
English (LSJ)
ὁ, (Hebr. ḳab) corn-measure,= 4 ξέσται, LXX 4 Ki.6.25; f.l. in Gp.7.20.1.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ (Fremdwort), ein Getreidemaaß, VLL. In den Geop. steht ἐν τῷ κάβῳ τῷ λεγομένῳ χοίνικι.
Greek (Liddell-Scott)
κάβος: ὁ, μέτρον σίτου ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ Ἑλληνικὸν χοῖνιξ, Ἑβδ. (Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 25), Γεωπ. 7. 20. Πιθαν. ἐκ τοῦ Ἑβραϊκοῦ Kab.).
Greek Monolingual
(I)
κάβος, ὁ (Α)
εβραϊκό μέτρο για σιτάρι και ψωμί, αντίστοιχο προς το αρχ. ελλ. χοίνιξ, ίσο με 4 ξέστας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. qab].
(II)
ο (Μ κάβος)
1. ακρωτήριο, συνήθως ψηλό και απόκρημνο
2. χοντρό σχοινί τών πλοίων, καραβόσκοινο, παλαμάρι
νεοελλ.
φρ. α. (για τους κύκλιους ελλ. χορούς) «σέρνω τον κάβο» — είμαι πρώτος στον χορό, μπαίνω μπροστινός
β. «παίρνω κάβο» — αρχίζω να αντιλαμβάνομαι, να μπαίνω στο νόημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «ακρωτήριο» η λ. προέρχεται από γενουατικό cavo, ενώ με τη σημ. «σχοινί» από το ιταλ. cavo].
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: measure of grain = 4. ξέσται (LXX).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Orient.
Etymology: from Hebr. qaƀ. Cf. also Egypt. ḳb, Hemmerdinger, Glotta 46 (1968)247. Cf. on γάβαθον, and καβαθα.
Frisk Etymology German
κάβος: {kábos}
Grammar: m.
Meaning: Getreidemaß, = 4. ξέσται (LXX),
Etymology: aus hebr. qaƀ. Vgl. zu γάβαθον, auch καβαθα.
Page 1,750
Chinese
原文音譯:Ð b£toj 何(陽性冠詞) 巴拖士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:簍
字義溯源:簍;猶太人液量單位,相當於一伊法,約合二十公升。源自希伯來文(בַּת)=罷特),約合六加侖;或源自(בַּתָּה)=荒地)
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 簍(1) 路16:6