κατασχηματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=katasxhmati/zw
|Beta Code=katasxhmati/zw
|Definition=[[dress up]] or [[invest with]] a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως <span class="bibl">Isoc.11.24</span>; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span> 26</span>:—Pass., to [[be conformed]], [[modelled]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lyc.</span>27</span>.
|Definition=[[dress up]] or [[invest with]] a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως <span class="bibl">Isoc.11.24</span>; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι <span class="bibl">Plu.<span class="title">Rom.</span> 26</span>:—Pass., to [[be conformed]], [[modelled]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Lyc.</span>27</span>.
}}
{{bailly
|btext=former, façonner, figurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ [[καλόν]] PLUT à ce qui est bien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σχηματίζω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[πλάττω]] μὲ σχῆμά τι, [[παρασκευάζω]] μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, [[ἐνδύω]], [[σφᾶς]] αὐτοὺς [[οὕτως]] Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, [[πλαστός]], Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.
|lstext='''κατασχημᾰτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, [[πλάττω]] μὲ σχῆμά τι, [[παρασκευάζω]] μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, [[ἐνδύω]], [[σφᾶς]] αὐτοὺς [[οὕτως]] Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, [[πλαστός]], Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.
}}
{{bailly
|btext=former, façonner, figurer;<br /><i><b>Moy.</b></i> κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ [[καλόν]] PLUT à ce qui est bien.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σχηματίζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:00, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασχημᾰτίζω Medium diacritics: κατασχηματίζω Low diacritics: κατασχηματίζω Capitals: ΚΑΤΑΣΧΗΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: kataschēmatízō Transliteration B: kataschēmatizō Transliteration C: kataschimatizo Beta Code: katasxhmati/zw

English (LSJ)

dress up or invest with a certain form or appearance, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Isoc.11.24; κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Plu.Rom. 26:—Pass., to be conformed, modelled, Id.Lyc.27.

French (Bailly abrégé)

former, façonner, figurer;
Moy. κατασχηματίζομαι se conformer : πρὸς τὸ καλόν PLUT à ce qui est bien.
Étymologie: κατά, σχηματίζω.

Greek (Liddell-Scott)

κατασχημᾰτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, πλάττω μὲ σχῆμά τι, παρασκευάζω μέ τινα μορφὴν ἢ ἐξωτερικόν, ἐνδύω, σφᾶς αὐτοὺς οὕτως Ἰσοκρ. 226A· κ. ἑαυτὸν σχήματί τινι Πλουτ. Ρωμ. 26, πρβλ. Ἀγαθαρχίδ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλιοθ. 448. 16·- Μέσ. ἢ Παθ., συμμορφοῦμαι, πρὸς τὸ καλὸν Πλουτ. Λυκ. 27· κατεσχηματισμένος, πλαστός, Βασιλ.· ὑπεκρίνετο καὶ κατεσχηματίζετο Θεοφύλακτ. Σιμ. 81. 3Β.

Greek Monolingual

κατασχηματίζω (AM)
μσν.
1. προσποιούμαι, υποκρίνομαι
2. βάζω στη σειρά καταστρώνω, λογαριάζω ακριβώς
αρχ.
1. διαπλάσσω κάτι σε κάποιο σχήμα, σε κάποια μορφή, διαμορφώνω
2. (κατ' επέκτ.) περιβάλλω, ντύνω
3. (παθ. και μέσ.) κατασχηματίζομαι
παίρνω μορφή ανάλογη με κάτι άλλο.

Greek Monotonic

κατασχημᾰτίζω: μέλ. Αττ. -ιῶ, πλάθω ή ντύνω με συγκεκριμένο τρόπο εμφάνισης, σε Ισοκρ., Πλούτ. — Μέσ. ή Παθ., συμμορφώνομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κατασχηματίζω:
1) одевать, наряжать: (τὸ σχῆμα), ᾧ κατεσχημάτιζεν ἑαυτόν Plut. одежда, в которую наряжался (Ромул);
2) образовывать, воспитывать (ἑαυτόν Isocr.; κατασήματίζεσθαι πρὸς τὸ καλόν Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-σχηματίζω een vorm geven:. κατασχηματίζεσθαι πάντας πρὸς τὸ καλόν dat allen gevormd werden tot de deugd Plut. Lyc. 27.5.

Middle Liddell

fut. attic ιῶ
to dress up or invest with a certain form or appearance, Isocr., Plut.:—Mid. or Pass. to conform oneself, Plut.