κεραίω: Difference between revisions

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] = [[κεράννυμι]], mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; [[varia lectio|v.l.]] [[κεραίνω]] u. [[κεραίρω]]; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1419.png Seite 1419]] = [[κεράννυμι]], mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; [[varia lectio|v.l.]] [[κεραίνω]] u. [[κεραίρω]]; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. épq.</i> [[κέραιον]];<br /><i>c.</i> [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κεραίω''': Ἐπ. ἀντὶ [[κεράω]], ῥιζικὸς [[τύπος]] τοῦ [[κεράννυμι]], ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν [[οἶνον]] μὲ ὀλιγώτερον [[ὕδωρ]] ([[μᾶλλον]] ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.
|lstext='''κεραίω''': Ἐπ. ἀντὶ [[κεράω]], ῥιζικὸς [[τύπος]] τοῦ [[κεράννυμι]], ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν [[οἶνον]] μὲ ὀλιγώτερον [[ὕδωρ]] ([[μᾶλλον]] ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf. épq.</i> [[κέραιον]];<br /><i>c.</i> [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 22:10, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραίω Medium diacritics: κεραίω Low diacritics: κεραίω Capitals: ΚΕΡΑΙΩ
Transliteration A: keraíō Transliteration B: keraiō Transliteration C: keraio Beta Code: kerai/w

English (LSJ)

Ep. for κεράω, radic. form of κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε mix the wine stronger, Il.9.203; ἀμβροσίην ἐκέραιον Q.S.4.139:— Pass., ᾧ κα κεραίηται Schwyzer 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος Emp.35.8, Nic.Al.178,511.

German (Pape)

[Seite 1419] = κεράννυμι, mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; v.l. κεραίνω u. κεραίρω; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. κέραιον;
c. κεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κεραίω: Ἐπ. ἀντὶ κεράω, ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν οἶνον μὲ ὀλιγώτερον ὕδωρ (μᾶλλον ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.

English (Autenrieth)

(cf. also κιρνάω and κίρνημι), aor. κέρασσε, part. fein. κεράσᾶσα, mid. pres. subj. κέρωνται, imp. κεράασθε, κερᾶσθε, ipf. κερόων- το, κερῶντο, aor. κεράσσατο, pass. perf. κεκράανται, plup. -αντο: mix, prepare by mixing, mid., for oneself, have mixed; especially of tempering wine with water, also of preparing water for a bath, Od. 10.362; of alloy, or similar work in metal, χρῦσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ‘platedwith gold, Od. 4.132.;;: see κεράννῦμι.

Greek Monolingual

κεραίω (Α)
αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» — ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. του κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω].

Greek Monotonic

κεραίω: Επικ. αντί κεράω, ζωρότερον κέραιε, ανάμειξε το κρασί με λιγότερο νερό, σε Ομήρ. Ιλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.

Russian (Dvoretsky)

κεραίω: Hom. = κεράννυμι.

Middle Liddell

κεραίω, [epic for κεράω
ζωρότερον κέραιε, mix the wine stronger, Il.