κουρεύω: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
 
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Μ [[κουρεύω]]) [[κουρεύς]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου<br /><b>2.</b> [[κόβω]] το [[τρίχωμα]] ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το [[τυρί]] ζυγιέται», Πολίτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις [[σημασία]], μην τον υπολογίζεις<br />β) «[[άντε]] κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως [[έκφραση]] αδιαφορίας ή περιφρόνησης<br />γ) «πήγε για [[μαλλί]] και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πιάσ' τ' [[αβγό]] και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' [[αβγό]] και παίρνει το [[μαλλί]] του» — για κάποιον που ματαιοπονεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειροτονώ]], [[δίνω]] το μοναχικό [[σχήμα]] διά της [[κουράς]]<br /><b>2.</b> [[κουρεύω]] τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε [[ένδειξη]] πένθους<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] με [[κόψιμο]] μαλλιών, [[διαπομπεύω]] [[εξευτελίζω]]<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κουρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[άθλιος]], δυστυχισμένος.
|mltxt=(Μ [[κουρεύω]]) [[κουρεύς]]<br /><b>1.</b> [[κόβω]] τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου<br /><b>2.</b> [[κόβω]] το [[τρίχωμα]] ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το [[τυρί]] ζυγιέται», Πολίτ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις [[σημασία]], μην τον υπολογίζεις<br />β) «[[άντε]] κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως [[έκφραση]] αδιαφορίας ή περιφρόνησης<br />γ) «πήγε για [[μαλλί]] και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε<br /><b>2.</b> <b>παροιμ.</b> «πιάσ' τ' [[αβγό]] και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' [[αβγό]] και παίρνει το [[μαλλί]] του» — για κάποιον που ματαιοπονεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[χειροτονώ]], [[δίνω]] το μοναχικό [[σχήμα]] διά της [[κουράς]]<br /><b>2.</b> [[κουρεύω]] τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε [[ένδειξη]] πένθους<br /><b>3.</b> [[τιμωρώ]] με [[κόψιμο]] μαλλιών, [[διαπομπεύω]] [[εξευτελίζω]]<br />(η μτχ. παθ. παρακμ.) <i>κουρεμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ον</i><br />[[άθλιος]], δυστυχισμένος.
}}
{{pape
|ptext=<i>ein [[Bartscherer]] sein, [[barbieren]]</i>, Sp., wie Eust.; – pass., <i>Schol. Nic. Al</i>. 417.
}}
}}

Latest revision as of 16:39, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουρεύω Medium diacritics: κουρεύω Low diacritics: κουρεύω Capitals: ΚΟΥΡΕΥΩ
Transliteration A: koureúō Transliteration B: koureuō Transliteration C: koureyo Beta Code: koureu/w

English (LSJ)

only in Pass., v. κουρεύομαι.

Greek (Liddell-Scott)

κουρεύω: (κουρεὺς) ὡς καὶ νῦν, Εὐστ. Πονημ. 229. 65· ― Μέσ., Μαλαλ. 80Β, Εὐστ. Πονημ. 229. 19.

Greek Monolingual

κουρεύω) κουρεύς
1. κόβω τα μαλλιά ή τα γένεια κάποιου
2. κόβω το τρίχωμα ζώων («τα πρόβατα κουρεύονται και το τυρί ζυγιέται», Πολίτ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «άσ' τον να κουρεύεται» — μην του δίνεις σημασία, μην τον υπολογίζεις
β) «άντε κουρέψου» ή «άι να κουρεύεσαι» — ως έκφραση αδιαφορίας ή περιφρόνησης
γ) «πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος» — πέτυχε το αντίθετο από αυτό που επιδίωκε
2. παροιμ. «πιάσ' τ' αβγό και κούρεψέ το» ή «κουρεύει τ' αβγό και παίρνει το μαλλί του» — για κάποιον που ματαιοπονεί
μσν.
1. χειροτονώ, δίνω το μοναχικό σχήμα διά της κουράς
2. κουρεύω τα μαλλιά του κεφαλιού μου σε ένδειξη πένθους
3. τιμωρώ με κόψιμο μαλλιών, διαπομπεύω εξευτελίζω
(η μτχ. παθ. παρακμ.) κουρεμένος, -η, -ον
άθλιος, δυστυχισμένος.

German (Pape)

ein Bartscherer sein, barbieren, Sp., wie Eust.; – pass., Schol. Nic. Al. 417.