μεγαλόκολπος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=megalokolpos
|Transliteration C=megalokolpos
|Beta Code=megalo/kolpos
|Beta Code=megalo/kolpos
|Definition=ον, [[full-bosomed]], Νύξ B.<span class="title">Fr.</span>23 (leg. <b class="b3">μελανό-</b>).
|Definition=μεγαλόκολπον, [[full-bosomed]], Νύξ B.''Fr.''23 (leg. <b class="b3">μελανό-</b>).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:39, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλόκολπος Medium diacritics: μεγαλόκολπος Low diacritics: μεγαλόκολπος Capitals: ΜΕΓΑΛΟΚΟΛΠΟΣ
Transliteration A: megalókolpos Transliteration B: megalokolpos Transliteration C: megalokolpos Beta Code: megalo/kolpos

English (LSJ)

μεγαλόκολπον, full-bosomed, Νύξ B.Fr.23 (leg. μελανό-).

German (Pape)

[Seite 106] mit großem Busen, Νύξ, Bacchyl. bei Schol. Ap. Rh. 3, 467, man vermuthet μελάγκολπος.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλόκολπος: -ον, ὁ ἔχων μέγαν κόλπον ἢ μεγάλας καὶ βαθείας πτυχὰς (ἐν τῷ ἱματίῳ), Νυκτὸς μεγαλοκόλπου Βακχυλ. Ἀποσπ. 31 [40] Βlass, ἔνθα ἕτεροι μελανοκ-, ἢ μελαγκ-.

Greek Monolingual

μεγαλόκολπος, -ον (Α)
αυτός του οποίου το ένδυμα έχει μεγάλες και βαθιές πτυχές («μεγαλόκολπος Νύξ», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + κόλπος (πρβλ. βαθύκολπος, ευρύκολπος)].