μεθέορτος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] [[ἡμέρα]], ἡ, der Tag nach dem Feste, Antipho bei Poll. 1, 34; Plut. non posse 12.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0111.png Seite 111]] [[ἡμέρα]], ἡ, der Tag nach dem Feste, Antipho bei Poll. 1, 34; Plut. non posse 12.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vient après la fête.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἑορτή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μεθέορτος''': -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 34· ἡ μετὰ τὴν ἑορτὴν [[ἡμέρα]], Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ μετὰ τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.
|lstext='''μεθέορτος''': -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 34· ἡ μετὰ τὴν ἑορτὴν [[ἡμέρα]], Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ μετὰ τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui vient après la fête.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[ἑορτή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:33, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεθέορτος Medium diacritics: μεθέορτος Low diacritics: μεθέορτος Capitals: ΜΕΘΕΟΡΤΟΣ
Transliteration A: methéortos Transliteration B: metheortos Transliteration C: metheortos Beta Code: meqe/ortos

English (LSJ)

ον, (ἑορτή) after the feast, μεθέορτοι ἡμέραι, ἡ μ. (sc. ἡμέρα), the morrow of it, Antipho Soph.95, Plu.2.1095a; τὰ μ. AB 279.

German (Pape)

[Seite 111] ἡμέρα, ἡ, der Tag nach dem Feste, Antipho bei Poll. 1, 34; Plut. non posse 12.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui vient après la fête.
Étymologie: μετά, ἑορτή.

Greek (Liddell-Scott)

μεθέορτος: -ον, (ἑορτὴ) μεθέορτοι ἡμέραι, αἱ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέραι, Ἀντιφ. παρὰ Πολυδ. Α΄, 34· ἡ μετὰ τὴν ἑορτὴν ἡμέρα, Πλούτ. 2. 1095Α· οὕτω, τὰ μεθέορτα, τὰ μετὰ τὴν ἑορτήν, Α. Β. 279, 22.

Greek Monolingual

μεθέορτος, -ον (ΑM)
1. αυτός που υπάρχει ή συμβαίνει μετά την εορτή («μεθέορτοι ἡμέραι», Αντιφ. Σοφ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ μεθέορτα
τα μεθεόρτια, τα μετά την εορτή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ἑορτή (πρβλ. φιλ-έορτος)].

Russian (Dvoretsky)

μεθέορτος: наступающий после праздника, послепраздничный (ἡμέρα Plut.).