ἐξιτός: Difference between revisions
Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui peut sortir.<br />'''Étymologie:''' [[ἔξειμι]]². | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν [[ἔξοδος]], οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732. | |lstext='''ἐξῐτός''': -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ [[ἔξειμι]] ([[εἶμι]]) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν [[ἔξοδος]], οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:10, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.Th.732.
German (Pape)
[Seite 884] adj. verb. zu ἐξιέναι, wo man herausgehen kann, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι Hes. Th. 732.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui peut sortir.
Étymologie: ἔξειμι².
Greek (Liddell-Scott)
ἐξῐτός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἔξειμι (εἶμι) ὁ δυνάμενος νὰ ἐξέλθῃ, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, οἷς οὐκ ἔστιν ἔξοδος, οὐκ ἔστι δυνατὸν ἐξελθεῖν, Ἡσ. Θ. 732.
Greek Monolingual
ἐξιτός -ή, -όν (Α) έξειμι
αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει («τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι», Ησίοδ.).
Greek Monotonic
ἐξῐτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του ἔξειμι (εἶμι ibo), αυτός που μπορεί να εξέλθει, να βγει έξω από, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι, για τους οποίους δεν υπάρχει καμία έξοδος, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξῐτός: adj. verb. к ἔξειμι II.
Middle Liddell
ἐξῐτός, ή, όν verb. adj. of ἔξειμι εἶμι ibo]
to be come out of, τοῖς οὐκ ἐξιτόν ἐστι for whom there is no coming out, Hes.