ἐρόεις: Difference between revisions
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1033.png Seite 1033]] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; [[λειμών]] Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., [[ἐρόεις]] Ἑλένης [[τύπος]] Arab. 5 (Plan. 149); = [[ἐρωτικός]], Mus. 145. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1033.png Seite 1033]] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; [[λειμών]] Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., [[ἐρόεις]] Ἑλένης [[τύπος]] Arab. 5 (Plan. 149); = [[ἐρωτικός]], Mus. 145. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=όεσσα, όεν;<br />aimable.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐρόεις''': εσσα, εν, ([[ἔρος]]), ποιητ., [[πλήρης]] ἔρωτος, [[θελκτικός]], [[χαρίεις]], Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· [[ὡσαύτως]] ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248. | |lstext='''ἐρόεις''': εσσα, εν, ([[ἔρος]]), ποιητ., [[πλήρης]] ἔρωτος, [[θελκτικός]], [[χαρίεις]], Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· [[ὡσαύτως]] ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:42, 2 October 2022
English (LSJ)
εσσα, εν, (ἔρος) poet., lovely, charming, Ἁλίη Hes.Th.245, cf. h.Ven.263,h.Merc.31; βῶμος Sapph.54, cf. Ar.Av.246(lyr.); Νημερτής Emp.122.4; Ἑλένης τύπος APl.4.149 (Arab.).
German (Pape)
[Seite 1033] εσσα, εν, lieblich, liebenswürdig, Θαλίη Hes. Th. 254; σπείων ἐροέντων H. h. Ven. 264; φυὴν ἐρόεσσαν, von der Lyra, h. Merc. 31; λειμών Ar. Av. 246; Eur. fr. inc. 102; sp. D., ἐρόεις Ἑλένης τύπος Arab. 5 (Plan. 149); = ἐρωτικός, Mus. 145.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
aimable.
Étymologie: ἔρος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρόεις: εσσα, εν, (ἔρος), ποιητ., πλήρης ἔρωτος, θελκτικός, χαρίεις, Σπειώ τε Θόη θ’ Ἁλίη τ’ ἐρόεσσα (κοιν. Σπειώ τε θοή, Θαλίη τ’ ἐρόεσσα), ἐρατεινή, Ἡσ. Θ. 245, πρβλ. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀφροδ. 264, εἰς Ἑρμ. 31· ὡσαύτως ἐν Λυρ. χωρίοις, Σαπφ. Ἀποσπ. 64, Εὐρ. Ἀποσπ. 903, Ἀριστοφ. Ὄρν. 248.
Greek Monolingual
ἐρόεις, -εσσα, -εν, (ποιητ. τ.) (Α) έρος
αξιέραστος, γεμάτος έρωτα, θελκτικός, γοητευτικός («χαῑρε, φωνὴ ἐρόεσσα» Ύμν. εις Ερμ.).
Greek Monotonic
ἐρόεις: -εσσα, -εν (ἔρος), ποιητ., θελκτικός, γοητευτικός, εράσμιος, αγαπητός, σε Ησίοδ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐρόεις: όεσσα, όεν, gen. εντος прелестный, восхитительный (σπεῖος HH; Ἱπποθόη Hes.; λειμών Arph.): φυὴν ἐρόεσσα HH прелестная наружностью, очаровательная.