εὐπαγής: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] ές, gut zusammengefügt, von kräftigem Baue, bes. von guter Leibesbeschaffenheit, Hippocr.; εὐπαγὲς ξυνίστασθαι τὸ φυόμενον Plat. Legg. VI, 775 c; σχαλίδες Xen. Cyn. 2, 7; [[ναῦς]] Luc.; μηροί Opp. Cyn. 1, 188, u. sonst bei Sp. – Adv. εὐπαγέως, Opp. Hal. 3, 401.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1086.png Seite 1086]] ές, gut zusammengefügt, von kräftigem Baue, bes. von guter Leibesbeschaffenheit, Hippocr.; εὐπαγὲς ξυνίστασθαι τὸ φυόμενον Plat. Legg. VI, 775 c; σχαλίδες Xen. Cyn. 2, 7; [[ναῦς]] Luc.; μηροί Opp. Cyn. 1, 188, u. sonst bei Sp. – Adv. εὐπαγέως, Opp. Hal. 3, 401.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien ajusté, bien construit ; massif, solide, fort <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐπᾰγής''': -ές, (√ΠΑΓ, [[πήγνυμι]]) ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν μελῶν, [[συμπαγής]], [[στερεός]], «γερός», Πλάτ. Νόμ. 775C, Ξεν. Κυν. 4. 1., 5, 30, κτλ.: ἐπὶ πραγμάτων, σελίδες [[αὐτόθι]] 2. 8· [[βάκτρον]] Θεόκρ. 25. 208: πρβλ. [[εὐπάξ]]. - Ἐπίρρ. -γέως, Ὀππ. Ἁλ. 3. 401.
|lstext='''εὐπᾰγής''': -ές, (√ΠΑΓ, [[πήγνυμι]]) ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν μελῶν, [[συμπαγής]], [[στερεός]], «γερός», Πλάτ. Νόμ. 775C, Ξεν. Κυν. 4. 1., 5, 30, κτλ.: ἐπὶ πραγμάτων, σελίδες [[αὐτόθι]] 2. 8· [[βάκτρον]] Θεόκρ. 25. 208: πρβλ. [[εὐπάξ]]. - Ἐπίρρ. -γέως, Ὀππ. Ἁλ. 3. 401.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />bien ajusté, bien construit ; massif, solide, fort <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:55, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπᾰγής Medium diacritics: εὐπαγής Low diacritics: ευπαγής Capitals: ΕΥΠΑΓΗΣ
Transliteration A: eupagḗs Transliteration B: eupagēs Transliteration C: efpagis Beta Code: eu)pagh/s

English (LSJ)

ές, (πήγνυμι) of the body or limbs, compact, firm, Pl.Lg. 775c, X.Cyn.4.1, 5.30, Philostr.Gym.34; παιδάριον Plu.Lyc.16; of things, σχαλίδες X.Cyn.2.7; βάκτρον Theoc.25.208; of blood, readuy coagulating, Aret.SD2.4: Comp., Ph.1.418; firm in texture, well-woven, BGU1564.10 (ii A.D.): metaph., sound, solid, of style, Phld. Po.994.34,35. Adv. -γέως Opp.H.3.401.

German (Pape)

[Seite 1086] ές, gut zusammengefügt, von kräftigem Baue, bes. von guter Leibesbeschaffenheit, Hippocr.; εὐπαγὲς ξυνίστασθαι τὸ φυόμενον Plat. Legg. VI, 775 c; σχαλίδες Xen. Cyn. 2, 7; ναῦς Luc.; μηροί Opp. Cyn. 1, 188, u. sonst bei Sp. – Adv. εὐπαγέως, Opp. Hal. 3, 401.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
bien ajusté, bien construit ; massif, solide, fort en gén.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπᾰγής: -ές, (√ΠΑΓ, πήγνυμι) ἐπὶ τοῦ σώματος ἢ τῶν μελῶν, συμπαγής, στερεός, «γερός», Πλάτ. Νόμ. 775C, Ξεν. Κυν. 4. 1., 5, 30, κτλ.: ἐπὶ πραγμάτων, σελίδες αὐτόθι 2. 8· βάκτρον Θεόκρ. 25. 208: πρβλ. εὐπάξ. - Ἐπίρρ. -γέως, Ὀππ. Ἁλ. 3. 401.

Greek Monolingual

εὐπαγής, -ές (ΑΜ)
(για πράγματα) καλά συναρμοσμένος, συμπαγής, στερεός, γερός
αρχ.
1. (για το σώμα ή τα μέλη) καλοφτιαγμένος, υγιής, ρωμαλέος, γερός, καλοδεμένος
2. (για αίμα) αυτός που πήζει εύκολα
3. (για ύφος) στερεά δομημένο, ρωμαλέο
4. αυτός που βάφτηκε καλά.
επίρρ...
εὐπαγέως (Α)
στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παγής (< επάγην του ρ. πήγνυμι), πρβλ. απαγής, ημιπαγής, προσωποπαγής].

Greek Monotonic

εὐπᾰγής: -ές (πήγνυμι), λέγεται για το σώμα, συμπαγής, σφιχτός, σφιχτοδεμένος, στέρεος, γερός, σε Ξεν., Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

εὐπᾰγής:
1) хорошо сколоченный, крепко сплоченный (σχαλίδες Xen.; ναῦς Luc.);
2) крепкий (βάκτρον Theocr.);
3) крепко сложенный, коренастый (σῶμα Plat.; παιδάριον Plut.).

Middle Liddell

εὐ-πᾰγής, ές πήγνυμι
of the body, compact, firm, strong, Xen., Theocr.

English (Woodhouse)

compact, of consistency, of the limbs, well built, well-knit

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)