τρῦπα: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → keeping silence is not shameful; speaking at random is (Menander)

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (pape replacement)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τρούπα]] Ν, και μτγν. τ. [[τρύπη]] Α<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[άνοιγμα]] σε μια [[επιφάνεια]], οπή<br /><b>2.</b> [[σχισμή]], οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια [[φωλιά]] ζώου, [[τρώγλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιφραγμένος [[χώρος]] όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάστημα]] ή [[δωμάτιο]] με πολύ μικρές διαστάσεις (α. «ζει σε μια [[τρύπα]]» β. «[[παρά]] το [[γεγονός]] ότι το [[μαγαζί]] του [[είναι]] μια [[τρύπα]], αυτός κάνει χρυσές δουλειές»)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αιδοίο]] ή [[πρωκτός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βουλλώνω]] τρύπες»<br /><b>μτφ.</b> [[καλύπτω]] μια [[ανάγκη]], [[εξοφλώ]] χρέη<br />β) «[[κάνω]] μια [[τρύπα]] στο [[νερό]]»<br /><b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] εντελώς ανώφελο, [[ματαιοπονώ]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «η [[αλεπού]] στην [[τρύπα]] της δεν χώραγε, κολοκύθια μάζευε» — λέγεται για εκείνους που επιχειρούν να κάνουν πράγματα πολύ ανώτερα από τις δυνάμεις τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρήματος <i>τρυπῶ</i>].
|mltxt=η, ΝΜΑ, και [[τρούπα]] Ν, και μτγν. τ. [[τρύπη]] Α<br /><b>1.</b> [[κάθε]] [[άνοιγμα]] σε μια [[επιφάνεια]], οπή<br /><b>2.</b> [[σχισμή]], οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια [[φωλιά]] ζώου, [[τρώγλη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> περιφραγμένος [[χώρος]] όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[κατάστημα]] ή [[δωμάτιο]] με πολύ μικρές διαστάσεις (α. «ζει σε μια [[τρύπα]]» β. «[[παρά]] το [[γεγονός]] ότι το [[μαγαζί]] του [[είναι]] μια [[τρύπα]], αυτός κάνει χρυσές δουλειές»)<br /><b>3.</b> <b>συνεκδ.</b> [[αιδοίο]] ή [[πρωκτός]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βουλλώνω]] τρύπες»<br /><b>μτφ.</b> [[καλύπτω]] μια [[ανάγκη]], [[εξοφλώ]] χρέη<br />β) «[[κάνω]] μια [[τρύπα]] στο [[νερό]]»<br /><b>μτφ.</b> [[κάνω]] [[κάτι]] εντελώς ανώφελο, [[ματαιοπονώ]]<br /><b>5.</b> <b>παροιμ.</b> «η [[αλεπού]] στην [[τρύπα]] της δεν χώραγε, κολοκύθια μάζευε» — λέγεται για εκείνους που επιχειρούν να κάνουν πράγματα πολύ ανώτερα από τις δυνάμεις τους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρήματος <i>τρυπῶ</i>].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, = [[τρύπη]], <i>das Loch</i>, Eust.
}}
}}

Revision as of 16:32, 24 November 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῦπα Medium diacritics: τρῦπα Low diacritics: τρύπα Capitals: ΤΡΥΠΑ
Transliteration A: trŷpa Transliteration B: trypa Transliteration C: trypa Beta Code: tru=pa

English (LSJ)

ἡ. hole, Eust.1069.19 (ubi τρύπα), Gloss.; ἡ τοῦ μυὸς τ. Hdn. Epim.89; but τρύπη, ib.136, AP14.62; αἱ τῶν αὐλῶν τρῦπαι Hsch. s.v. παραπλασμός.

Greek (Liddell-Scott)

τρῦπα: ἡ, (τρύω) ὡς καὶ νῦν, ὀπή, Εὐστ. 1069. 19· ἡ τοῦ μυὸς τρ. Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 89· ἀλλὰ τρύπη, αὐτόθι 136, Ἀνθ. Π. 14. 62· αἱ τῶν αὐλῶν τρῦπαι Ἡσύχ. ἐν λ. παραπλασμός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ, και τρούπα Ν, και μτγν. τ. τρύπη Α
1. κάθε άνοιγμα σε μια επιφάνεια, οπή
2. σχισμή, οπή βράχου ή εδάφους, υπόγεια φωλιά ζώου, τρώγλη
νεοελλ.
1. περιφραγμένος χώρος όπου οι βοσκοί φυλάγουν τα νεαρά αρνιά και κατσίκια
2. μτφ. κατάστημα ή δωμάτιο με πολύ μικρές διαστάσεις (α. «ζει σε μια τρύπα» β. «παρά το γεγονός ότι το μαγαζί του είναι μια τρύπα, αυτός κάνει χρυσές δουλειές»)
3. συνεκδ. αιδοίο ή πρωκτός
4. φρ. α) «βουλλώνω τρύπες»
μτφ. καλύπτω μια ανάγκη, εξοφλώ χρέη
β) «κάνω μια τρύπα στο νερό»
μτφ. κάνω κάτι εντελώς ανώφελο, ματαιοπονώ
5. παροιμ. «η αλεπού στην τρύπα της δεν χώραγε, κολοκύθια μάζευε» — λέγεται για εκείνους που επιχειρούν να κάνουν πράγματα πολύ ανώτερα από τις δυνάμεις τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρήματος τρυπῶ].

German (Pape)

ἡ, = τρύπη, das Loch, Eust.