ὀργιαστικός: Difference between revisions

From LSJ

Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l’enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]].
|btext=ή, όν :<br />qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l'enthousiasme, inspiré.<br />'''Étymologie:''' [[ὀργιάζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 11:15, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀργιαστικός Medium diacritics: ὀργιαστικός Low diacritics: οργιαστικός Capitals: ΟΡΓΙΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: orgiastikós Transliteration B: orgiastikos Transliteration C: orgiastikos Beta Code: o)rgiastiko/s

English (LSJ)

ή, όν, of or for ὄργια, exciting, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ . . ὀργιαστικόν Arist.Pol.1341a22; ὀ. καὶ παθητικά ib.1342b3.

German (Pape)

[Seite 370] die Feier der Orgien betreffend, enthusiastisch, begeistert, Arist. pol. 8, 6 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀργιαστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς ὄργια, διεγερτικός, οὐκ ἔστιν ὁ αὐλὸς ἠθικόν, ἀλλὰ ... ὀργιαστικὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 9. 6, 9· ὀργ. καὶ παθητικὰ αὐτόθι 8. 7, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui se plaît aux mystères, aux orgies ; porté à l'enthousiasme, inspiré.
Étymologie: ὀργιάζω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀργιαστικός, -ή, -όν) οργιάζω
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργια, σε ακολασίες ή σε οργιαστές
αρχ.
1. σχετικός με την τελετή τών θρησκευτικών οργίων
2. διεγερτικός.

Greek Monotonic

ὀργιαστικός: -ή, -όν, κατάλληλος για ιεροπραξίες, συναρπαστικός, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ὀργιαστικός: возбуждающий энтузиазм, приводящий в исступление (своими звуками) (ὁ αὐλός Arst.).

Middle Liddell

ὀργιαστικός, ή, όν [from ὀργιάζω
fit for orgies, exciting, Arist.