πέτρινος: Difference between revisions
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] von Felsen, Stein gemacht, felsig; χαλινοί, Aesch. Prom. 561; [[κοίτη]], Soph. Phil. 160; [[ὄχθος]], Eur. I. T. 290; κρήδεμνα, Troad. 508; μέλαθρα, μύχατα, Cycl. 489 Hel. 190; [[ὄρος]], Her. 2, 8 u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0606.png Seite 606]] von Felsen, Stein gemacht, felsig; χαλινοί, Aesch. Prom. 561; [[κοίτη]], Soph. Phil. 160; [[ὄχθος]], Eur. I. T. 290; κρήδεμνα, Troad. 508; μέλαθρα, μύχατα, Cycl. 489 Hel. 190; [[ὄρος]], Her. 2, 8 u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> de pierre, qui est en pierre;<br /><b>2</b> rocailleux.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πέτρῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ βράχου, [[βραχώδης]], [[ὄρος]] Ἡρόδ. 2. 8· [[κοίτη]] Σοφ. Φιλ. 160· [[ὄχθος]], [[δειράς]], κτλ., Εὐρ. Ι. Τ. 290, 1089, κτλ.· ἴδε ἐν λ. [[χαλινός]]. ΙΙ. ὁ εἰς βράχον μεταβληθείς, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 715. | |lstext='''πέτρῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ βράχου, [[βραχώδης]], [[ὄρος]] Ἡρόδ. 2. 8· [[κοίτη]] Σοφ. Φιλ. 160· [[ὄχθος]], [[δειράς]], κτλ., Εὐρ. Ι. Τ. 290, 1089, κτλ.· ἴδε ἐν λ. [[χαλινός]]. ΙΙ. ὁ εἰς βράχον μεταβληθείς, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 715. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 07:40, 2 October 2022
English (LSJ)
η, ον, A rocky, ὄρος Hdt.2.8; κοίτη S.Ph.160 (anap.); ὄχθος, δειράδες, etc., E.IT290, 1089 (lyr.), etc.; στάλα IG5(1).1111.37 (Geronthrae); ποτήριον Anon.Vat.56; λίθοι (opp. λευκοί, 'marble') Supp.Epigr.4.446 (Didyma, iii B. C.); πέτρινος ῥόος, τοῖχος πέτρινος, Schwyzer89.9, 18 (Argos, iii B. C.): metaph., of a person, Anaxipp.3.3 (s.v.l.). II changed into rock, of Niobe, Tz.H.4.715. III πέτρινος ἀκοντισμός, shooting of arrows from behind a horse, a Celtic manoeuvre, Arr.Tact.37.4.
German (Pape)
[Seite 606] von Felsen, Stein gemacht, felsig; χαλινοί, Aesch. Prom. 561; κοίτη, Soph. Phil. 160; ὄχθος, Eur. I. T. 290; κρήδεμνα, Troad. 508; μέλαθρα, μύχατα, Cycl. 489 Hel. 190; ὄρος, Her. 2, 8 u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 de pierre, qui est en pierre;
2 rocailleux.
Étymologie: πέτρα.
Greek (Liddell-Scott)
πέτρῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ βράχου, βραχώδης, ὄρος Ἡρόδ. 2. 8· κοίτη Σοφ. Φιλ. 160· ὄχθος, δειράς, κτλ., Εὐρ. Ι. Τ. 290, 1089, κτλ.· ἴδε ἐν λ. χαλινός. ΙΙ. ὁ εἰς βράχον μεταβληθείς, ἐπὶ τῆς Νιόβης, Τζέτζ. Ἱστ. 4. 715.
Greek Monolingual
-η, -ο / πέτρινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ πέτρα
1. βραχώδης (α. «ο πέτρινος όγκος του Υμηττού» β. «παρὰ πετρίνας πόντου δειράδας», Ευρ.)
2. φτιαγμένος από πέτρα («πέτρινος τοίχος»)
3. πολύ σκληρός ή πολύ ανθεκτικός («πέτρινη καρδιά»)
μσν.
(για τη Νιόβη) μεταμορφωμένη σε βράχο
αρχ.
φρ. «πέτρινος ἀκοντισμός» — είδος κελτικής πολεμικής τακτικής.
Greek Monotonic
πέτρῐνος: -η, -ον (πέτρα), φτιαγμένος από πέτρα, πέτρινος, σε Ηρόδ., Σοφ., Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέτρινος -η -ον [πέτρα] rotsachtig, rotsig.
Russian (Dvoretsky)
πέτρῐνος:
1) скалистый, утесистый (ὄρος Her.; δειράς Eur.);
2) каменный (χαλινοί Aesch.; κοίτη Soph.).
Middle Liddell
πέτρῐνος, η, ον πέτρα
of rock, rocky, Hdt., Soph., Eur.