φιλόμαχος: Difference between revisions
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
m (Text replacement - "<br \/> <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1282.png Seite 1282]] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui aime à combattre, belliqueux, batailleur.<br />'''Étymologie:''' [[φίλος]], [[μάχη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''φῐλόμαχος''': ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230. | |lstext='''φῐλόμαχος''': ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, [[φιλοπόλεμος]], Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater |
Revision as of 10:35, 2 October 2022
English (LSJ)
(proparox.), ον, loving the fight, warlike, Pi.Fr.164, A.Th.128 (lyr).; pugnacious, φίλερις καὶ φ. Phld.Piet.95, A.Ag.230 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1282] schlachtliebend, kriegerisch, Aesch. Ag. 222 Spt. 120.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui aime à combattre, belliqueux, batailleur.
Étymologie: φίλος, μάχη.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόμαχος: ος, ὁ ἀγαπῶν τὰς μάχας, φιλοπόλεμος, Πινδ. Ἀποσπ. 142, Αἰσχύλ. Θήβ. 129, Ἀγ. 230.
English (Slater)
φῐλόμᾰχος warlike φιλόμαχον γένος ἐκ Περσέος fr. 164.
Greek Monolingual
-η, -ο / φιλόμαχος, -ον, ΝΜΑ
φιλοπόλεμος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φιλόμαχος
ζωολ. γένος μεταναστευτικών αγελαίων χαραδριόμορφων πτηνών της οικογένειας σκολοπακίδες με μοναδικό το είδος Philomachus pugnax, που απαντά και στη χώρα μας ως χειμερινός επισκέπτης, γνωστό με την κοινή ονομασία μαχητής ή ψευτομαχητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -μαχος (< μάχη, πρβλ. αξιό-μαχος].
Greek Monotonic
φῐλόμᾰχος: -ον, αυτός που αγαπά τη μάχη, πολεμοχαρής, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
φιλόμᾰχος: рвущийся в бой, воинственный Pind., Aesch.