λεγεών: Difference between revisions
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0021.png Seite 21]] ῶνος, ὁ, das lat. legio, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0021.png Seite 21]] ῶνος, ὁ, das lat. legio, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῶνος (ἡ) :<br /><i>= lat.</i> legio, légion. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λεγεών''': -ῶνος, ἡ, παρὰ Λατ. legio, Πλουτ. Ρωμ. 13 καὶ 20, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 56, κ. Μάρκ. Ε΄, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 4750b, κ. ἀλλ.· [[συχνάκις]] δὲ φέρεται: λεγιών, [[αὐτόθι]] 1128, 1133, κ. ἀλλ.· - λεγιωνάριος, ὁ, [[αὐτόθι]] 2803. Ἦτο δὲ ἡ λεγεὼν στρατιωτικὸν [[σύνταγμα]] ἐκ Ρωμαίων πολιτῶν, τετρακισχιλίων μὲν πεζῶν, τριακοσίων δὲ ἱππέων· ἀλλ’ ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] τῶν ἀνδρῶν ηὐξάνετο κατὰ τὰς περιστάσεις· ἀπολύτως ἐπὶ ἄλλων ἐθνῶν, [[τάγμα]], [[φάλαγξ]], [[στρατός]]. | |lstext='''λεγεών''': -ῶνος, ἡ, παρὰ Λατ. legio, Πλουτ. Ρωμ. 13 καὶ 20, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 56, κ. Μάρκ. Ε΄, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 4750b, κ. ἀλλ.· [[συχνάκις]] δὲ φέρεται: λεγιών, [[αὐτόθι]] 1128, 1133, κ. ἀλλ.· - λεγιωνάριος, ὁ, [[αὐτόθι]] 2803. Ἦτο δὲ ἡ λεγεὼν στρατιωτικὸν [[σύνταγμα]] ἐκ Ρωμαίων πολιτῶν, τετρακισχιλίων μὲν πεζῶν, τριακοσίων δὲ ἱππέων· ἀλλ’ ὁ [[ἀριθμός|ἀριθμὸς]] τῶν ἀνδρῶν ηὐξάνετο κατὰ τὰς περιστάσεις· ἀπολύτως ἐπὶ ἄλλων ἐθνῶν, [[τάγμα]], [[φάλαγξ]], [[στρατός]]. | ||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR |
Revision as of 21:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ῶνος, ἡ, = Lat. legio, Ev.Matt.26.53, Ev.Marc.5.9, Plu. Rom.13, 20, IGRom.3.670, al.:—freq. written λεγιών, ib.214.3, al.: —hence λεγιονάριος, ὁ, ib.913.3, al.
German (Pape)
[Seite 21] ῶνος, ὁ, das lat. legio, Sp.
French (Bailly abrégé)
ῶνος (ἡ) :
= lat. legio, légion.
Greek (Liddell-Scott)
λεγεών: -ῶνος, ἡ, παρὰ Λατ. legio, Πλουτ. Ρωμ. 13 καὶ 20, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κϛʹ, 56, κ. Μάρκ. Ε΄, 9, Συλλ. Ἐπιγρ. 4750b, κ. ἀλλ.· συχνάκις δὲ φέρεται: λεγιών, αὐτόθι 1128, 1133, κ. ἀλλ.· - λεγιωνάριος, ὁ, αὐτόθι 2803. Ἦτο δὲ ἡ λεγεὼν στρατιωτικὸν σύνταγμα ἐκ Ρωμαίων πολιτῶν, τετρακισχιλίων μὲν πεζῶν, τριακοσίων δὲ ἱππέων· ἀλλ’ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἀνδρῶν ηὐξάνετο κατὰ τὰς περιστάσεις· ἀπολύτως ἐπὶ ἄλλων ἐθνῶν, τάγμα, φάλαγξ, στρατός.
English (Strong)
of Latin origin; a "legion", i.e. Roman regiment (figuratively): legion.
English (Thayer)
and (so T, Tr (but not in WH (see at the end), also Lachmann in λεγιών (cf. Tdf. edition 7 Proleg., p. 1.; (especially edition 8, p. 83; Buttmann, 16 (15)); Song of Solomon, too, in inscriptions in Boeckh; (Diodorus, Plutarch, others)), λεγεωνος, ἡ (a Latin word), a legion (a body of soldiers whose number differed at different times, and in the time of Augustus seems to have consisted of 6,826 men (i. e. 6,100 foot soldiers, and 726 horsemen)): WH (ex errore?) λεγιών (cf. Chandler § 593)).
Greek Monolingual
η (AM λεγεών, -ῶνος, ἡ και ὁ)
βλ. λεγεώνα.
Greek Monotonic
λεγεών: -ῶνος, ἡ, Λατ. legio, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
λεγεών: v.l. λεγιών, ῶνος ὁ (лат. legio) легион (πεζῶν καὶ ἱππέων Plut.; λ. ὄνομά μοι NT).