ὀρφανία: Difference between revisions

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197
m (Text replacement - ".[[" to ". [[")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0388.png Seite 388]] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />situation d'orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρφᾰνία''': ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ. [[στέρησις]], [[ἔλλειψις]] ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.
|lstext='''ὀρφᾰνία''': ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ. [[στέρησις]], [[ἔλλειψις]] ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />situation d'orphelin.<br />'''Étymologie:''' [[ὀρφανός]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 17:48, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνία Medium diacritics: ὀρφανία Low diacritics: ορφανία Capitals: ΟΡΦΑΝΙΑ
Transliteration A: orphanía Transliteration B: orphania Transliteration C: orfania Beta Code: o)rfani/a

English (LSJ)

ἡ,
A orphanhood, Lys.26.12, Pl.Lg.926e, al.: in plural, Id.Cri.45d.
II bereavement, want of . ., στεφάνων Pi.I.8(7).7.

German (Pape)

[Seite 388] ἡ, das Waisesein. – Übertr., μὴ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων, Pind. I. 7, 6; Plat. Menex. 249 a Legg. V, 741 a u. öfter, u. Sp., wie Pol. 28, 1, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
situation d'orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνία: ἡ, ἡ κατάστ ασις τοῦ ὀρφανοῦ, Λυσ. 176. 22, Πλάτ. Νόμ. 926Ε, κ. ἀλλ.· ἐν τῷ πληθ., ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 45D. ΙΙ. στέρησις, ἔλλειψις ..., στεφάνων Πινδ. Ι. 8 (7). 14.

English (Slater)

ὀρφᾰνία want μήτ' ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων μήτε κάδεα θεράπευε (I. 8.6)

Greek Monolingual

και ορφανία και αρφάνια, η (Α ὀρφανία)
η στέρηση, λόγω θανάτου, του ενός ή και τών δύο γονέων
νεοελλ.
η στέρηση του προστάτη κάποιου
αρχ.
έλλειψη, στέρησηὀρφανία στεφάνων», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ὀρφανία < ὀρφανός. Ο τ. ορφάνια < αρχ. ὀρφανία ή υποχωρητ. σχημ. < ορφανεύω με αναβιβασμό του τόνου κατά το σχήμα ακριβός: ακρίβεια, βοηθός: βοήθεια, γυμνός: γύμνια].

Greek Monotonic

ὀρφᾰνία: ἡ (ὀρφᾰνός),
I. ορφάνια, σε Πλάτ.
II. στέρηση, έλλειψη στεφάνων, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὀρφᾰνία:
1) сиротство Plat., Lys., Plut.;
2) недостаток, отсутствие (τινός Pind., Polyb.).

Middle Liddell

ὀρφᾰνία, ἡ, [ὀρφᾰνός]
I. orphanhood, Plat.
II. bereavement, want of, στεφάνων Pind.