ἀθυρογλωττία: Difference between revisions
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
m (Text replacement - "Greek: φλυαρία, πολυλογία; " to "Ancient Greek: ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, [[ἀκριτο...) |
m (Text replacement - "Spanish: locuacidad, garrulidad" to "Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx=Bulgarian: бъбривост; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: [[Geschwätzigkeit]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]]; Irish: foclaíocht; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[verborrea]], [[logorrea]] | |trtx=Bulgarian: бъбривост; French: [[loquacité]]; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: [[Geschwätzigkeit]]; Ancient Greek: [[ἀδολεσχία]], [[ἀθυρογλωσσία]], [[ἀθυρογλωττία]], [[ἀθυροστομία]], [[ἀθυροστομίη]], [[ἀκριτομυθία]], [[ἀμετροεπία]], [[ἀπειρολογία]], [[ἀπεραντολογία]], [[γλωσσαλγία]], [[γλωσσολογία]], [[γλωσσομανία]], [[εἰκαιολεσχία]], [[λαβροσύνη]], [[λακερολογία]], [[λήρησις]], [[λογοδιάρροια]], [[παγγλωσσία]], [[πολυλογία]], [[στομαλγία]], [[στωμυλία]], [[τὸ ἀδολεσχές]], [[τὸ ἀμετροεπές]], [[τὸ εἰκαιόμυθον]], [[φλεδών]]; Greek: [[φλυαρία]], [[πολυλογία]]; Irish: foclaíocht; Spanish: [[locuacidad]], [[garrulidad]], [[garrulería]], [[verborrea]], [[logorrea]] | ||
}} | }} |
Revision as of 08:06, 26 September 2022
English (LSJ)
ἡ, impudent loquacity, Plb.8.10.1.
Greek (Liddell-Scott)
ἀθυρογλωττία: ἡ, ἀναιδὴς φλυαρία, Πολύβ. 8. 12. 1.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία Plb.8.10.1, Cyr.Al.M.77.688C
locuacidad desenfrenada, garrulería Plb.l.c., Sch.Ar.Eq.436a, Cyr.Al.l.c., Cyr.Al.M.68.760D.
Russian (Dvoretsky)
ἀθῠρογλωττία: ἡ невоздержность на язык (πικρία καὶ ἀ. Polyb.).
Translations
Bulgarian: бъбривост; French: loquacité; Georgian: სიტყვამრავლობა, ენამრავლობა, ყბედობა; German: Geschwätzigkeit; Ancient Greek: ἀδολεσχία, ἀθυρογλωσσία, ἀθυρογλωττία, ἀθυροστομία, ἀθυροστομίη, ἀκριτομυθία, ἀμετροεπία, ἀπειρολογία, ἀπεραντολογία, γλωσσαλγία, γλωσσολογία, γλωσσομανία, εἰκαιολεσχία, λαβροσύνη, λακερολογία, λήρησις, λογοδιάρροια, παγγλωσσία, πολυλογία, στομαλγία, στωμυλία, τὸ ἀδολεσχές, τὸ ἀμετροεπές, τὸ εἰκαιόμυθον, φλεδών; Greek: φλυαρία, πολυλογία; Irish: foclaíocht; Spanish: locuacidad, garrulidad, garrulería, verborrea, logorrea