τελεστικός: Difference between revisions

From LSJ

ὅσον ἀπὸ τοῦ ἱεροῦ ἐφεωρᾶτο τῆς νήσου → as much of the island as was in view from the temple

Source
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] vollendend, vollbringend, Arist. physiogn. 6; – einweihend, die Einweihung betreffend, [[σοφία]], die Weisheit der Mysterien, Plut. Sol. 12; καὶ μανεικὸς [[βίος]], Plat. Phaedr. 248 d.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1085.png Seite 1085]] vollendend, vollbringend, Arist. physiogn. 6; – einweihend, die Einweihung betreffend, [[σοφία]], die Weisheit der Mysterien, Plut. Sol. 12; καὶ μανεικὸς [[βίος]], Plat. Phaedr. 248 d.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la vertu d'initier, propre à initier, à consacrer.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τελεστικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] εἰς τέλεσιν ἢ ἐκτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. 2) [[κατάλληλος]] πρὸς μύησιν, [[μυστικός]], τελ. καὶ μαντικὸς [[βίος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 248D· τ. [[ἐπίπνοια]] [[αὐτόθι]] 265Β· [[σοφία]] τ., ἡ [[σοφία]] τῶν μυστηρίων, Πλουτ. Σόλων 12· [[θρῆνος]] Φιλόστρ. 740 τ. καὶ μυστικὸν Αἰλ. π. Ζ. 2. 42· Βακχικοί... καὶ τ. λῆροι Κλήμ. Ἀλεξ. 235· - τ. τελεστικόν, ἐν τῆ ἐπιγραφῇ τῆς Ροσέττης (Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 16) φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[ταμεῖον]] σχηματισθὲν ἐκ τῶν χρηματικῶν προκαταβολῶν τῶν εἰς τὴν ἱερωσύνην εἰσερχομένων. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 232. 20.
|lstext='''τελεστικός''': -ή, -όν, [[ἁρμόδιος]] εἰς τέλεσιν ἢ ἐκτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. 2) [[κατάλληλος]] πρὸς μύησιν, [[μυστικός]], τελ. καὶ μαντικὸς [[βίος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 248D· τ. [[ἐπίπνοια]] [[αὐτόθι]] 265Β· [[σοφία]] τ., ἡ [[σοφία]] τῶν μυστηρίων, Πλουτ. Σόλων 12· [[θρῆνος]] Φιλόστρ. 740 τ. καὶ μυστικὸν Αἰλ. π. Ζ. 2. 42· Βακχικοί... καὶ τ. λῆροι Κλήμ. Ἀλεξ. 235· - τ. τελεστικόν, ἐν τῆ ἐπιγραφῇ τῆς Ροσέττης (Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 16) φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] [[ταμεῖον]] σχηματισθὲν ἐκ τῶν χρηματικῶν προκαταβολῶν τῶν εἰς τὴν ἱερωσύνην εἰσερχομένων. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 232. 20.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la vertu d'initier, propre à initier, à consacrer.<br />'''Étymologie:''' [[τελέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:57, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τελεστικός Medium diacritics: τελεστικός Low diacritics: τελεστικός Capitals: ΤΕΛΕΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: telestikós Transliteration B: telestikos Transliteration C: telestikos Beta Code: telestiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for finishing or accomplishing, Arist.Phgn.813a4; τελεστικὸς τῶν ἁπάντων bringing to fulfilment, Theol.Ar.60. 2 connected with mystic rites, μαντικὸς ἢ τ. βίος Pl.Phdr.248d; Διονύσου τ. ἐπίπνοια ib.265b; τ. σοφία Plu.Sol.12; θρῆνος Philostr.Her.19.14; τ. καὶ μυστικόν Ael.NA2.42. 3 τελεστικόν, τό, payment for admission to a priesthood, OGI90.16 (Rosetta, ii B.C.). 4 τελεστικά, τά, name of a ceremony, dub. l. in Jahresh.26 Beibl.17 (Ephesus).

German (Pape)

[Seite 1085] vollendend, vollbringend, Arist. physiogn. 6; – einweihend, die Einweihung betreffend, σοφία, die Weisheit der Mysterien, Plut. Sol. 12; καὶ μανεικὸς βίος, Plat. Phaedr. 248 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a la vertu d'initier, propre à initier, à consacrer.
Étymologie: τελέω.

Greek (Liddell-Scott)

τελεστικός: -ή, -όν, ἁρμόδιος εἰς τέλεσιν ἢ ἐκτέλεσιν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 44. 2) κατάλληλος πρὸς μύησιν, μυστικός, τελ. καὶ μαντικὸς βίος Πλάτ. Φαῖδρ. 248D· τ. ἐπίπνοια αὐτόθι 265Β· σοφία τ., ἡ σοφία τῶν μυστηρίων, Πλουτ. Σόλων 12· θρῆνος Φιλόστρ. 740 τ. καὶ μυστικὸν Αἰλ. π. Ζ. 2. 42· Βακχικοί... καὶ τ. λῆροι Κλήμ. Ἀλεξ. 235· - τ. τελεστικόν, ἐν τῆ ἐπιγραφῇ τῆς Ροσέττης (Συλλ. Ἐπιγρ. 4697. 16) φαίνεται ὅτι εἶναι ταμεῖον σχηματισθὲν ἐκ τῶν χρηματικῶν προκαταβολῶν τῶν εἰς τὴν ἱερωσύνην εἰσερχομένων. Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. Πονημάτ. 232. 20.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τελεστής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε μυσταγωγία, μυστικός («σοφὸς περὶ τὰ θεῖα τὴν ἐνθουσιαστικὴν καὶ τελεστικὴν σοφίαν», Πλούτ.)
2. αρμόδιος για τέλεση, για εκτέλεση («τελεστικὸς τῶν ἁπάντων», Αριστοτ.)
3. κατάλληλος για μύηση («μαντικὴν μὲν ἐπίπνοιαν Ἀπόλλωνος θέντες, Διονύσου δὲ τελεστικήν», Πλούτ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ τελεστικόν
α) χρηματική καταβολή για την παραδοχή στον ιερατικό κλάδο
β) (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ξηρὸν σῡκον»
5. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ τελεστικά
πιθ. ονομασία τελετής.
επίρρ...
τελεστικῶς Μ
κατά τρόπο τελεστικό.

Greek Monotonic

τελεστικός: -ή, -όν (τελέω III), κατάλληλος προς μύηση, μυστικός, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

τελεστικός:
1) связанный с посвящением в таинства (ἐπίπνοια Plat.);
2) проникнутый таинствами, посвященный в таинства (βίος Plat.; σοφία Plut.);
3) умеющий доводить до конца, целеустремленный (τ. καὶ ἀνυστικός Arst.).

Middle Liddell

τελεστικός, ή, όν τελέω III]
initiatory, mystical, Plat.