δεράγχη: Difference between revisions

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0548.png Seite 548]] ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0548.png Seite 548]] ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' [[δέρη]], [[ἄγχω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δεράγχη''': ἡ, ([[δέρη]]) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, [[πνιγηρός]], [[στενός]], [[αὐτόθι]] 107.
|lstext='''δεράγχη''': ἡ, ([[δέρη]]) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, [[πνιγηρός]], [[στενός]], [[αὐτόθι]] 107.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />collier.<br />'''Étymologie:''' [[δέρη]], [[ἄγχω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[δέραιον]], [[ἕρμα]], [[ἴσθμιον]], [[μαλάκιον]], [[μάννος]], [[μηνίσκος]], [[ὅρμος]], [[περιδέραιον]], [[περιτραχήλιον]], [[πλόκιον]], στρεπτά, [[σφιγγίον]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 19:50, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεράγχη Medium diacritics: δεράγχη Low diacritics: δεράγχη Capitals: ΔΕΡΑΓΧΗ
Transliteration A: deránchē Transliteration B: deranchē Transliteration C: deragchi Beta Code: dera/gxh

English (LSJ)

ἡ, (δέρη) collar, AP6.109.3 (Antip.).

Spanish (DGE)

-ης, ἡ
lazo para el cuello, dogal utilizado en la caza AP 6.109 (Antip.Sid.).

German (Pape)

[Seite 548] ἡ, Halsschlinge, Ant. Sid. 17 (VI, 109).

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
collier.
Étymologie: δέρη, ἄγχω.
Syn. δέραιον, ἕρμα, ἴσθμιον, μαλάκιον, μάννος, μηνίσκος, ὅρμος, περιδέραιον, περιτραχήλιον, πλόκιον, στρεπτά, σφιγγίον.

Greek (Liddell-Scott)

δεράγχη: ἡ, (δέρη) περιδέραιον, περιτραχήλιον, Ἀνθ. Π. 6. 109· - δεραγχής, ές, πνιγηρός, στενός, αὐτόθι 107.

Greek Monolingual

δεράγχη, η (Α)
βρόχος, θηλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δέρη + -άγχη < άγχω «σφίγγω, πιέζω, πνίγω» (πρβλ. κυνάγχη, λυκάγχη, συνάγχη)].

Greek Monotonic

δεράγχη: ἡ (δέρη), περιλαίμιο, βρόχος, θηλιά, σε Ανθ.· δερ-αγχής, -ές (ἄγχω), πνιγηρός, στενός, σφικτός, στην ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δεράγχη:шейная петля, силок Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεράγχη -ης, ἡ [δέρη, ἄγχω] strop.