διαμαθύνω: Difference between revisions
σφάγιον ἐπ' ὀλέθρῳ, γυναικεῖον ἀμφικεῖσθαι μόρον → my wife's death, lies upon me, bringing destruction after death | Is it that now there waits in store for me, my own wife's death to crown my misery
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0588.png Seite 588]] ganz verwüsten, vernichten, Aesch. Ag. 798. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0588.png Seite 588]] ganz verwüsten, vernichten, Aesch. Ag. 798. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> διημάθυνον;<br />réduire en poussière : πόλιν ESCHL une ville.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀμαθύνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαμαθύνω''': κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς [[καταστρέφω]], πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239. | |lstext='''διαμαθύνω''': κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς [[καταστρέφω]], πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:36, 1 October 2022
English (LSJ)
grind to powder, grind to powder, turn to dust, pulverise, pulverize, utterly destroy, destroy utterly, destroy, completely destroy, defeat soundly, thrash, lay waste, rampage, devastate, crush, sweep, wipe out, πόλιν διημάθυνεν A.Ag. 824; κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (sc. Actaeon) Id.Fr.244.
Spanish (DGE)
(διαμᾰθύνω)
• Prosodia: [-ῡ-]
reducir a polvo, arrasar πόλιν A.A.824
•hacer trizas, destrozar κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην ref. a Acteón, A.Fr.244.
German (Pape)
[Seite 588] ganz verwüsten, vernichten, Aesch. Ag. 798.
French (Bailly abrégé)
impf. διημάθυνον;
réduire en poussière : πόλιν ESCHL une ville.
Étymologie: διά, ἀμαθύνω.
Greek (Liddell-Scott)
διαμαθύνω: κατασυντρίβω εἰς κόνιν, ἐντελῶς καταστρέφω, πόλιν διημάθυνεν Αἰσχύλ. Ἀγ. 824· κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην (ἐνν. τὸν Ἀκταίωνα) ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 239.
Greek Monolingual
διαμαθύνω (Α) αμαθύνω
μετατρέπω σε σκόνη, καταστρέφω ολοσχερώς.
Greek Monotonic
διᾰμᾰθύνω: αόρ. αʹ -ημάθῡνα, κονιορτοποιώ, αλέθω κάτι ώσπου να γίνει σκόνη, καταστρέφω ολοκληρωτικά, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
διᾰμᾰθύνω:
1) разрушать до основания (πόλιν Aesch.);
2) уничтожать, пожирать (κύνες διημάθυνον ἄνδρα δεσπότην, sc. Ἀκταίωνα Aesch.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-αμαθύνω verpulveren.