δυσπερίληπτος: Difference between revisions
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0687.png Seite 687]] schwer zu umfassen; Posidon. bei Ath. XII, 549 c; [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις, welche die Feinde schwer von allen Seiten umgeben können, Arist. Polit. 7, 11; Sp.; φιλήματα Strat. 42 (XII, 200); auch = schwer zu begreifen, D. Sic. 1, 3 | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0687.png Seite 687]] schwer zu umfassen; Posidon. bei Ath. XII, 549 c; [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις, welche die Feinde schwer von allen Seiten umgeben können, Arist. Polit. 7, 11; Sp.; φιλήματα Strat. 42 (XII, 200); auch = schwer zu begreifen, D. Sic. 1, 3 | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />difficile à entourer, à embrasser ; <i>fig.</i> difficile à comprendre.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[περιλαμβάνω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δυσπερίληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «[[ἄμπελος]] δυσὶν ἀνδράσι τὸ [[πάχος]] [[δυσπερίληπτος]]» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών,παρ' Ἀθην. 549Ε· [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Διόδ. 1. 3. | |lstext='''δυσπερίληπτος''': -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «[[ἄμπελος]] δυσὶν ἀνδράσι τὸ [[πάχος]] [[δυσπερίληπτος]]» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών,παρ' Ἀθην. 549Ε· [[πόλις]] τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. [[δυσνόητος]], [[δυσκατάληπτος]], Διόδ. 1. 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A hard to encompass, γαστήρ Posidon.6 J.; πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. Arist.Pol.1330b3; στελέχη δ. πέντε ἀνθρώποις Str.15.1.21. II hard to embrace in one view, treat synoptically, D.S.1.3. III hard to get, φιλήματα AP12.200 (Strat.).
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de cercar, difícil de sitiar (πόλις) τοῖς ἐναντίοις Arist.Pol.1330b3
•difícil de abarcar, difícil de rodear γαστήρ Posidon.58, ἄμπελος ... δυσὶν ἀνδράσιν τὸ πάχος δ. Str.17.3.4, cf. Onesicritus 22.
2 difícil de coger, difícil de agarrar la cabeza calva de Galba, Plu.Galb.27
•difícil de obtener o arrebatar, obtenido con forcejeos φιλήματα AP 12.200 (Strat.).
3 fig. difícil de abarcar, difícil de describir o narrar de manera sinóptica δ. ἡ τούτων (τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων) ἀνάληψις D.S.1.3, ταῦτα ... διὰ πλῆθος δυσπερίληπτα μιᾷ γραφῇ ref. las reglas de la composición estilística, D.H.Comp.20.23, διὰ τὸ συνὸν πλῆθος τῶν ῥημάτων καὶ τὰ τῆς συντάξεως ἰδιώματα A.D.Synt.283.20.
German (Pape)
[Seite 687] schwer zu umfassen; Posidon. bei Ath. XII, 549 c; πόλις τοῖς ἐναντίοις, welche die Feinde schwer von allen Seiten umgeben können, Arist. Polit. 7, 11; Sp.; φιλήματα Strat. 42 (XII, 200); auch = schwer zu begreifen, D. Sic. 1, 3
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à entourer, à embrasser ; fig. difficile à comprendre.
Étymologie: δυσ-, περιλαμβάνω.
Greek (Liddell-Scott)
δυσπερίληπτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ πειλάβῃ τις, «ἄμπελος δυσὶν ἀνδράσι τὸ πάχος δυσπερίληπτος» Στράβ. σ. 826· γαστὴρ Ποσειδών,παρ' Ἀθην. 549Ε· πόλις τοῖς ἐναντίοις δυσπ. Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 3. ΙΙ. δυσνόητος, δυσκατάληπτος, Διόδ. 1. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσπερίληπτος, -ον)
νεοελλ.
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να συγκεφαλαιώσει
αρχ.
1. αυτός που δύσκολα κυκλώνεται
2. αυτός που δύσκολα μπορεί να περιληφθεί με το βλέμμα («ἐρριμμένων τῶν τε χρόνων καὶ τῶν πράξεων ἐν πλείοσι πραγματείαις... δυσπερίληπτος ἡ τούτων ἀνάληψις γίνεται», Διόδ. Σικ.).
Greek Monotonic
δυσπερίληπτος: -ον, αυτός που δύσκολα μπορεί κάποιος να αγκαλιάσει, να κλείσει στην αγκαλιά του, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
δυσπερίληπτος:
1) который трудно охватить или окружить (πόλις τοῖς ἐναντίοις δ. Arst.);
2) с трудом исторгнутый (φιλήματα Anth.);
3) затруднительный, трудный (ἡ τῶν πράξεων ἀνάληψις Diod.).
Middle Liddell
δυσ-περίληπτος, ον
hard to encompass, Arist.