αἰώρημα: Difference between revisions

From LSJ

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[carga]] ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.<i>Supp</i>.1047.<br /><b class="num">2</b> [[cuerda]], [[dogal]] φόνιον [[αἰώρημα]] E.<i>Hel</i>.353<br /><b class="num">•</b>[[cadenas]] de oro que sujetaban la tierra, E.<i>Or</i>.983.<br /><b class="num">3</b> [[colgajo]] τόργοισιν [[αἰώρημα]] ... [[δέμας]] cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres</i> Lyc.1080.
|dgtxt=-ματος, τό<br /><b class="num">1</b> [[carga]] ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.<i>Supp</i>.1047.<br /><b class="num">2</b> [[cuerda]], [[dogal]] φόνιον [[αἰώρημα]] E.<i>Hel</i>.353<br /><b class="num">•</b>[[cadenas]] de oro que sujetaban la tierra, E.<i>Or</i>.983.<br /><b class="num">3</b> [[colgajo]] τόργοισιν [[αἰώρημα]] ... [[δέμας]] cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres</i> Lyc.1080.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet suspendu;<br /><b>2</b> ce qui sert à suspendre (corde, câble, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αἰωρέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αἰώρημα''': -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) [[σχοινίον]] κρεμάμενον, [[ἀγχόνη]], Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. [[κουφίζω]], ΙΙ.1.
|lstext='''αἰώρημα''': -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) [[σχοινίον]] κρεμάμενον, [[ἀγχόνη]], Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. [[κουφίζω]], ΙΙ.1.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> objet suspendu;<br /><b>2</b> ce qui sert à suspendre (corde, câble, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αἰωρέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 18:20, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰώρημα Medium diacritics: αἰώρημα Low diacritics: αιώρημα Capitals: ΑΙΩΡΗΜΑ
Transliteration A: aiṓrēma Transliteration B: aiōrēma Transliteration C: aiorima Beta Code: ai)w/rhma

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is hung up or hovers, Lyc.1080. 2 hanging cord, halter, E.Hel.353 (lyr.); hanging slings or chains, Id.Or.984 (lyr.).

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 carga ὑπὲρ πυρᾶς δύστηνον αἰ. κουφίζω E.Supp.1047.
2 cuerda, dogal φόνιον αἰώρημα E.Hel.353
cadenas de oro que sujetaban la tierra, E.Or.983.
3 colgajo τόργοισιν αἰώρημα ... δέμας cuerpo como colgajo (crucificado, expuesto) a los buitres Lyc.1080.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 objet suspendu;
2 ce qui sert à suspendre (corde, câble, etc.).
Étymologie: αἰωρέω.

Greek (Liddell-Scott)

αἰώρημα: -ατος, τό, ὅ,τι ἐν τῷ ἀέρι κρέμαται καὶ κινεῖται ἢ περιίπταται, Λυκόφρ. 1080. 2) σχοινίον κρεμάμενον, ἀγχόνη, Εὐρ. Ἠλ. 353· ἐπὶ κρεμαμένων ἐν τῷ ἀέρι πραγμάτων, ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 984· ἰδὲ ἐν λ. κουφίζω, ΙΙ.1.

Greek Monolingual

το (Α αἰώρημα) αἰωρῶ
1. αυτό που αιωρείται στο κενό, που κρέμεται ή κινείται στον αέρα, η αιώρα
2. Χημ.. Μίγμα μικροσκοπικών στερεών σωματιδίων ή σταγονιδίων (διασπειρόμενη φάση) που αιωρούνται μέσα σε ένα υγρό ή αέριο (μέσο διασποράς)
αρχ.
αγχόνη, βρόχος
νεοελλ.
η αιώρηση ως γυμναστική άσκηση.

Greek Monotonic

αἰώρημα: -ατος, τό, αυτό που κρέμεται και αιωρείται στον αέρα· σχοινί που κρέμεται μετέωρο, αγχόνη, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

αἰώρημα: ατος τό подвешенное: φόνιον αἰ. Eur. смертельная петля (для повешения).

Middle Liddell

[from αἰωρέω
that which is hung up: a hanging cord, a halter, Eur.