ἀλαμπής: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0089.png Seite 89]] ές, dasselbe, ἡλίου, von der Sonne nicht beleuchtet, Soph. Tr. 688; [[Ἄϊδος]] εὐναί Ep. ad. 677 (App. 260); Plut. oft, z. B. χρώματα σκιερὰ καὶ ἀλ. Phoc. 2, glanzlos; übertr., [[δόξα]] ἀμαυρὰ καὶ ἀλ. Phoc. 1. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0089.png Seite 89]] ές, dasselbe, ἡλίου, von der Sonne nicht beleuchtet, Soph. Tr. 688; [[Ἄϊδος]] εὐναί Ep. ad. 677 (App. 260); Plut. oft, z. B. χρώματα σκιερὰ καὶ ἀλ. Phoc. 2, glanzlos; übertr., [[δόξα]] ἀμαυρὰ καὶ ἀλ. Phoc. 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />qui ne brille pas, sombre, obscur ; ἀλαμπὴς ἡλίου SOPH non éclairé par le soleil.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[λάμπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλαμπής''': -ές, = τῷ προηγουμ., ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προγν. 37· ἀλ. ἡλίου, ἐκτὸς τοῦ φωτὸς ἢ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τρ. 691· ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 260. 2) μεταφ., ἄσημος, [[ἄδοξος]], ἀρετήν... ἀμαυρὰν καὶ ἀλαμπῆ, Πλουτ. Φωκ. 1. | |lstext='''ἀλαμπής''': -ές, = τῷ προηγουμ., ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προγν. 37· ἀλ. ἡλίου, ἐκτὸς τοῦ φωτὸς ἢ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τρ. 691· ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 260. 2) μεταφ., ἄσημος, [[ἄδοξος]], ἀρετήν... ἀμαυρὰν καὶ ἀλαμπῆ, Πλουτ. Φωκ. 1. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:50, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, = ἀλάμπετος (without light, darksome), A νύξ Simon.37.8; dull, not bright, ὄψιες v.l. in Hp.Prog.2, πῦρ D.S.3.48; of colour, Arist. Col.793a12; of sound, Orib.50.51.2; ἀ. ἡλίον out of sun's light, S. Tr.691; ὑπόγαιον J.BJ1.3.3; ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς Epigr.Gr.431 (Antioch.). 2 metaph., obscure, ἀρετὴν..ἀμαυρὰν καὶ ἀ. Plu. Phoc.1, cf. B.12.175.
Spanish (DGE)
-ές
• Morfología: [plu. nom. no contr. ἀλαμπέες Gr.Naz.M.37.1570]
I 1que está lejos o apartado de la luz c. gen. ἡλίου S.Tr.691
•fig. de la luz divina, Gr.Naz.M.36.228C
•abs. privado de la luz, oscuro, sombrío Ἄϊδος εὐναί GVI 704.3 (Antioquía, Siria I a.C.), ὑπόγαιον I.BI 1.75, χωρίον Plu.2.940e
•subst. ἀλαμπέϊ νυκτός en la oscuridad de la noche B.13.175.
2 de colores y sonidos apagado op. στιλβός Arist.Col.793a12, χρῶμα Plu.Phoc.2, φωνή Orib.50.51.2.
3 poco brillante, sin brillo ὀμμάτιον Arist.Phgn.807b35, πῦρ D.S.3.48
•medic. de una fiebre sin manifestaciones externas πῦρ Aret.SA 2.7.3, πυρετός Aret.SD 2.9.12.
4 fig. oscuro, sin gloria ἀρετὴ ἀμαυρὰ καὶ ἀ. Plu.Phoc.1, de hombres ἀπρόκοποι καὶ ἀλαμπεῖς Vett.Val.88.26.
II 1ciego Const.Diac.Laud.M.88.521A.
2 fig. de los escritores paganos no iluminado Gr.Naz.M.37.1570.
German (Pape)
[Seite 89] ές, dasselbe, ἡλίου, von der Sonne nicht beleuchtet, Soph. Tr. 688; Ἄϊδος εὐναί Ep. ad. 677 (App. 260); Plut. oft, z. B. χρώματα σκιερὰ καὶ ἀλ. Phoc. 2, glanzlos; übertr., δόξα ἀμαυρὰ καὶ ἀλ. Phoc. 1.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui ne brille pas, sombre, obscur ; ἀλαμπὴς ἡλίου SOPH non éclairé par le soleil.
Étymologie: ἀ, λάμπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλαμπής: -ές, = τῷ προηγουμ., ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. Προγν. 37· ἀλ. ἡλίου, ἐκτὸς τοῦ φωτὸς ἢ τῶν ἀκτίνων τοῦ ἡλίου, Σοφ. Τρ. 691· ἀλαμπέας Ἄϊδος εὐνάς, Ἀνθ. Π. παραρτ. 260. 2) μεταφ., ἄσημος, ἄδοξος, ἀρετήν... ἀμαυρὰν καὶ ἀλαμπῆ, Πλουτ. Φωκ. 1.
Greek Monolingual
ἀλαμπής, -ὲς (Α)
1. ο μη λαμπρός, ο χωρίς λάμψη, ο θαμπός
2. άσημος, άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- + -λαμπὴς < λάμπω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ἀλαμπία.
Greek Monotonic
ἀλαμπής: -ές, = το προηγ. ἀλ. ἡλίου,
1. αυτός που βρίσκεται έξω από το φως του ήλιου, ανήλιαγος, σε Σοφ.
2. μεταφ., άσημος, άδοξος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλαμπής:
1) лишенный блеска, т. е. неосвещенный, темный (Ἄϊδος εὐναί Anth.; перен. ζοή, δόξα Plut.): ἀ. ἡλίου Soph. укрытый от солнечных лучей;
2) тусклый (χρώματα Plut.).
Middle Liddell
= ἀλάμπετος
1. ἀλ. ἡλίου out of the sun's light, Soph.
2. metaph. obscure, Plut.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλαμπής -ές [ἀ-, λάμπω
1. niet helder, dof.
2. niet verlicht door, zonder het licht van, met gen.: ἀλαμπὲς ἡλίου niet verlicht door de zon Soph. Tr. 691.
3. overdr. obscuur, onbekend.