ἀπαραμύθητος: Difference between revisions
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, [[θεός]] Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, [[ἀθυμία]] Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben [[πολύπονος]] und [[βαρύς]] an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως [[κακός]], unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0279.png Seite 279]] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, [[θεός]] Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, [[ἀθυμία]] Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben [[πολύπονος]] und [[βαρύς]] an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως [[κακός]], unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> inexorable;<br /><b>2</b> inconsolable.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παραμυθέομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπαραμύθητος''': [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, [[ἀδυσώπητος]], Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· [[ὡσαύτως]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) [[ἀδιόρθωτος]], ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β. | |lstext='''ἀπαραμύθητος''': [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, [[ἀδυσώπητος]], Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· [[ὡσαύτως]], [[ἀπαρηγόρητος]], [[ἀθυμία]], ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) [[ἀδιόρθωτος]], ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:15, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], ον, A not to be persuaded or entreated, inexorable, Pl.Epin.980d, Plu.2.629a. 2 incorrigible, in Adv. -τως Pl.Lg.731d. II of conditions, comfortless, Plu.2.332d; not admitting consolation, πάθος Jul.Or.8.245c; κακόν Hld.1.14. 2 of persons, inconsolable, Id.2.33. Adv. -τως Jul.Or.8.252a.
Spanish (DGE)
-ον
I 1inexorable θεοί Pl.Epin.980d, πάθος Iul.Or.4.245c, κακόν Hld.1.14.6, τὸ ἐπίπονον Plu.2.332d, ὁ φθόνος Isid.Pel.Ep.M.78.664A, ζημία Chrys.M.59.529.
2 privado de consuelo, desconsolado με ... ἀπαραμύθητον ... ἐν γήρᾳ ... διάγειν Hld.2.33.7.
II no rodeado de palabras de una negativa seca Origenes Io.6.20 (p.129.28), cf. (130.6).
III adv. -ως incorregiblemente ἀκράτως καὶ ἀ. Pl.Lg.731d.
German (Pape)
[Seite 279] mit Worten nicht zu überreden, dah. 1) unerbittlich, θεός Plat. Epin. 980 d. – 2) untröstlich, ἀθυμία Plut. Crass. 22; τὸ ἐπίπονον οὐκ ἀπ. de Alex. fort. 1, 11; neben πολύπονος und βαρύς an. seni 6; – ἀπαραμυθήτως κακός, unverbesserlich, Plat. Legg. V, 731 d; vgl. Schol. Il. 16, 466.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 inexorable;
2 inconsolable.
Étymologie: ἀ, παραμυθέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαραμύθητος: [ῡ], -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ καταπείσῃ ἢ ἱκετεύσῃ, ἀδυσώπητος, Πλάτ. Ἐπινομ. 980D, Πλούτ. 2. 629Α· ὡσαύτως, ἀπαρηγόρητος, ἀθυμία, ὁ αὐτ. Κράσσ. 22: ― οὕτω, κακὸν Ἡλιόδ. 1. 14. 2) ἀδιόρθωτος, ἐν τῷ ἐπίρρ. -τως Πλάτ. Νόμ. 731D. ΙΙ. ἐπὶ περιστάσεων ἢ καταστάσεως, ὁ στερούμενος παρηγορίας ἢ ἀνακουφίσεως, Πλούτ. 2. 332D, 187Β.
Greek Monolingual
ἀπαραμύθητος, -ον (AM) παραμυθούμαι
ο απαρηγόρητος
αρχ.
1. ο αδυσώπητος
2. ο αδιόρθωτος
3. ο αστήριχτος, ο αθεμελίωτος
4. ο ανικανοποίητος, ο αχόρταγος.
Greek Monotonic
ἀπαραμύθητος: [ῦ], -ον (παραμυθέομαι), αυτός που δεν μπορεί να πεισθεί ή να δεχθεί ικεσίες· λέγεται για δυσχερείς καταστάσεις, απαρηγόρητος, ἀθυμία, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαραμύθητος: (ῡ)1) неумолимый Plat., Plut.;
2) полный отчаяния, безутешный (ἀθυμία Plut.).
Middle Liddell
παραμυθέομαι
not to be persuaded, inconsolable, ἀθυμία Plut.