ἀποξύω: Difference between revisions
Τὸν αὐτὸν αἰνεῖν καὶ ψέγειν ἀνδρὸς κακοῦ → Hominis mali est culpare, quem laudaverit → Den selben lobt und tadelt nur ein schlechter Mann
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0318.png Seite 318]] = [[ἀποξέω]], abschaben, abstreifen, [[γῆρας]] Il. 9, 446; glätten, Od. 6. 269 ἀποξύουσιν ἐρετμά (falsche Lesart ἀποξύνουσιν), 9, 326 ἀποξῦσαι δ' ἐκέλευσα (falsche Lesart ἀποξῦναι), s. Buttmann Lexilog. 2, 70 ff; μοχλόν Luc. D. M. 2, 10; κόρυζαν Navig. 45; τὸ ἐρυθριᾶν Vit. auct. 10; ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr. 3, 40. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0318.png Seite 318]] = [[ἀποξέω]], abschaben, abstreifen, [[γῆρας]] Il. 9, 446; glätten, Od. 6. 269 ἀποξύουσιν ἐρετμά (falsche Lesart ἀποξύνουσιν), 9, 326 ἀποξῦσαι δ' ἐκέλευσα (falsche Lesart ἀποξῦναι), s. Buttmann Lexilog. 2, 70 ff; μοχλόν Luc. D. M. 2, 10; κόρυζαν Navig. 45; τὸ ἐρυθριᾶν Vit. auct. 10; ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr. 3, 40. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=racler, gratter, acc. ; <i>fig.</i> ἀπ. [[γῆρας]] IL faire disparaître la vieillesse.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ξύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποξύω''': [ῡ]: μέλλ. -ξύσω = [[ἀποξέω]], ἀφαιρῶ τι δι’ ἀποξέσεως, τὸν δ’ ἐπὶ τοῖς δένδροις προσεχόμενον [λίβανον] ἀποξύειν σιδήροις Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 4, 4˙ τὸν καττίτερον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570.15, πρβλ. [[ἀποξύνω]]. 2) μεταφ., ἀφαιρῶ τι ὡς ἐὰν ἦτο δέρμα, [[γῆρας]] ἀποξύσας θήσειν νέον Ἰλ. Ι. 446˙ κόρυζαν ἀποξύσας (πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀπομύξας) Λουκ. Πλοῖον 45˙ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπ. τοῦ προσώπου ὁ αὐτ. Βίων Πρᾶσ. 10˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Ἀλκίφρ. 3. 40. - Μέσ., Δίων Χρυσ. 1. 375˙ πρβλ. [[ἀποξέω]]. | |lstext='''ἀποξύω''': [ῡ]: μέλλ. -ξύσω = [[ἀποξέω]], ἀφαιρῶ τι δι’ ἀποξέσεως, τὸν δ’ ἐπὶ τοῖς δένδροις προσεχόμενον [λίβανον] ἀποξύειν σιδήροις Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 4, 4˙ τὸν καττίτερον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570.15, πρβλ. [[ἀποξύνω]]. 2) μεταφ., ἀφαιρῶ τι ὡς ἐὰν ἦτο δέρμα, [[γῆρας]] ἀποξύσας θήσειν νέον Ἰλ. Ι. 446˙ κόρυζαν ἀποξύσας (πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀπομύξας) Λουκ. Πλοῖον 45˙ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπ. τοῦ προσώπου ὁ αὐτ. Βίων Πρᾶσ. 10˙ [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Ἀλκίφρ. 3. 40. - Μέσ., Δίων Χρυσ. 1. 375˙ πρβλ. [[ἀποξέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 13:25, 2 October 2022
English (LSJ)
[ῡ], fut. -ξύσω, A = ἀποξέω, scrape off, τι Thphr.HP9.4.4; τὸν καττίτερον IG7.303.15 (Oropus), cf. Dsc.5.79:—Med., φάρμακον D.Chr.32.44: abs., scrape oneself, Plin.HN34.62. 2 metaph., strip off as it were a skin, γῆρας ἀποξύσας θήσει νέον Il.9.446, cf. Nosti Fr.6; κόρυζαν ἀποξύσας (prob. f.l. for ἀπομύξας) Luc.Nav.45; τὸ ἐρυθριᾶν ἀ. τοῦ προσώπου v.l. in Id.Vit.Auct.10: so in Pass., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr.3.40:—Med., scrape off, φάρμακον D.Chr.32.44.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
• Morfología: [med. perf. ind. ἀπέξυσται Alciphr.2.38.3, part. ἀπεξυσμένος LXX Le.14.42]
1 arrancar rascando τὸν λιβανωτὸν ... ἀποξύειν σιδήροις Thphr.HP 9.4.4, τὸν καττίτερον IG 7.303.15 (Oropo III a.C.), ἀπόξυε ... τὸν ἰόν Dsc.5.79, cf. Theopomp.Hist.392, Plu.2.913e, κάρφος ἀποξύσας Nonn.D.37.66, en v. pas. τὸ ἀποξυόμενον ἔνθεμα Gp.10.75.10
•limpiar rascando τὴν οἰκίαν ἔσωθεν LXX Le.14.41, en v. pas. λίθους ἀπεξυσμένους LXX Le.14.42
•quitar, limpiar κόρυζαν Luc.Nau.45 (cód.)
•fig. despojar de γῆρας Il.9.446, Nosti 7, c. ac. y gen. τὸ ἐρυθριᾶν ἀπόξυσον τοῦ προσώπου borra de tu rostro el pudor Luc.Vit.Auct.10, tb. en v. med. τὴν αἰδῶ τῶν προσώπων ἀπέξυσται Alciphr.l.c.
2 en v. med. arrancarse, quitarse ἀποξυσάμενοι τὸ φάρμακον D.Chr.32.44
•abs. rascarse Plin.HN 34.62.
3 afilar, terminar en punta en v. pas. ἀπεξυσμένα τὰ ὦτα Gal.7.30.
German (Pape)
[Seite 318] = ἀποξέω, abschaben, abstreifen, γῆρας Il. 9, 446; glätten, Od. 6. 269 ἀποξύουσιν ἐρετμά (falsche Lesart ἀποξύνουσιν), 9, 326 ἀποξῦσαι δ' ἐκέλευσα (falsche Lesart ἀποξῦναι), s. Buttmann Lexilog. 2, 70 ff; μοχλόν Luc. D. M. 2, 10; κόρυζαν Navig. 45; τὸ ἐρυθριᾶν Vit. auct. 10; ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Alciphr. 3, 40.
French (Bailly abrégé)
racler, gratter, acc. ; fig. ἀπ. γῆρας IL faire disparaître la vieillesse.
Étymologie: ἀπό, ξύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποξύω: [ῡ]: μέλλ. -ξύσω = ἀποξέω, ἀφαιρῶ τι δι’ ἀποξέσεως, τὸν δ’ ἐπὶ τοῖς δένδροις προσεχόμενον [λίβανον] ἀποξύειν σιδήροις Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 9. 4, 4˙ τὸν καττίτερον Συλλ. Ἐπιγρ. 1570.15, πρβλ. ἀποξύνω. 2) μεταφ., ἀφαιρῶ τι ὡς ἐὰν ἦτο δέρμα, γῆρας ἀποξύσας θήσειν νέον Ἰλ. Ι. 446˙ κόρυζαν ἀποξύσας (πιθαν. γραφ. ἀντὶ ἀπομύξας) Λουκ. Πλοῖον 45˙ τὸ ἐρυθριᾶν ἀπ. τοῦ προσώπου ὁ αὐτ. Βίων Πρᾶσ. 10˙ οὕτως ἐν τῷ παθ., ἀπέξυσται τὴν αἰδῶ τοῦ προσώπου Ἀλκίφρ. 3. 40. - Μέσ., Δίων Χρυσ. 1. 375˙ πρβλ. ἀποξέω.
English (Autenrieth)
(= ἀποξέω), aor. inf. ἀπο- ξῦσαι (v.l. ἀποξῦναι), Od. 9.326, part. ἀποξύσᾶς: scrape off, smooth off; fig., γῆρας, Il. 9.446†.
Greek Monolingual
ἀποξύω (Α)
1. ξύνω, αφαιρώ με ξύσιμο
2. αφαιρώ, αποβάλλω.
Greek Monotonic
ἀποξύω: [ῡ], μέλ. -ξύσω, απαρ. αορ. αʹ -ξῦσαι· αφαιρώ κάτι σα να ήταν δέρμα, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποξύω: досл. соскабливать, соскребать, перен. стряхивать, удалять (γῆρας Hom.; τὸ ἐρυθριᾶν τοῦ προσώπου Luc.).