ἀργηστής: Difference between revisions
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ<br />adj. [[brillante]], [[blanco]] πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.<i>Eu</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[blanco]] [[ἀφρός]] A.<i>Th</i>.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas</i> B.5.67. | |dgtxt=-οῦ<br />adj. [[brillante]], [[blanco]] πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.<i>Eu</i>.181<br /><b class="num">•</b>[[blanco]] [[ἀφρός]] A.<i>Th</i>.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas</i> B.5.67. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> blanc;<br /><b>2</b> brillant.<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἀργής]] et [[ἀργήεις]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀργηστής''': -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ [[ἀργήεις]], ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. [[ὄφις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) [[λευκός]], ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131. | |lstext='''ἀργηστής''': -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ [[ἀργήεις]], ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. [[ὄφις]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) [[λευκός]], ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:40, 2 October 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A = ἀργής, glancing, flashing, πτηνὸς ἀ. ὄφις, of an arrow, A.Eu.181. 2 white, ἀφρός Id.Th.60; κύκνοι Theoc.25.131.
Spanish (DGE)
-οῦ
adj. brillante, blanco πτηνὸς ἀ. ὄφις de una flecha, A.Eu.181
•blanco ἀφρός A.Th.60, κύκνοι Theoc.25.131, μηλοβότοι πρῶνες ἀργησταί cumbres blanquecinas apacentadoras de ovejas B.5.67.
French (Bailly abrégé)
οῦ;
adj. m.
1 blanc;
2 brillant.
Étymologie: cf. ἀργής et ἀργήεις.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργὴς ἢ ἀργήεις, ἀπαστράπτων, ὁ παλλόμενος, πτηνὸς ἀργ. ὄφις Αἰσχύλ. Εὐμ. 181. 2) λευκός, ἀφρὸς ὁ αὐτ. Θήβ. 60· κύκνοι Θεόκρ. 25. 131.
Greek Monolingual
ἀργηστής, ο (Α)
αστραφτερός, λαμπερός, λευκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αργής, με επίθημα -στής. Ο τ. ανήκει σε μια ομάδα παράγωγων λέξεων της μεθομηρικής Ιωνικής σε -ηστής (πρβλ. τευχηστής, ερπηστής κ.ά.). Ενδεχόμενη επίδραση της λ. ωμηστής στον τ. είναι αμφίβολη].
Greek Monotonic
ἀργηστής: -οῦ, ὁ, = ἀργῆς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀργηστής: Aesch., Theocr. = ἀργής.