ἀψυχία: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0421.png Seite 421]] ἡ, Leblosigkeit, Ohnmacht, Hippocr.; Feigheit, Aesch. Spt. 244; Eur. Alc. 645. 699. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0421.png Seite 421]] ἡ, Leblosigkeit, Ohnmacht, Hippocr.; Feigheit, Aesch. Spt. 244; Eur. Alc. 645. 699. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />manque de cœur, lâcheté.<br />'''Étymologie:''' [[ἄψυχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀψῡχία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ψυχῆς ἢ ζωῆς, [[λιποθυμία]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Κωακ. Προγν. 155. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] θάρρους, [[ὀλιγοψυχία]], Αἰσχύλ. Θήβ. 259, 383, Εὐρ. Ἄλκ. 642, κτλ. | |lstext='''ἀψῡχία''': ἡ, [[ἔλλειψις]] ψυχῆς ἢ ζωῆς, [[λιποθυμία]], Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Κωακ. Προγν. 155. ΙΙ. [[ἔλλειψις]] θάρρους, [[ὀλιγοψυχία]], Αἰσχύλ. Θήβ. 259, 383, Εὐρ. Ἄλκ. 642, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:05, 2 October 2022
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ, A swooning, syncope, Id.VM10, Coac.222. II want of spirit, faintheartedness, A.Th.259,383, E.Alc.642, etc.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Mul.1.24, Hsch.
1 falta de ánimo ἀψυχίᾳ γὰρ γλῶσσαν ἁρπάζει φόβος A.Th.259
•cobardía ἡ τἄρα διαπρέπεις ἀψυχίᾳ E.Alc.642, cf. 696, 717
•desesperación ἰέναι εἰς ἀψυχίαν Thphr.de elig.magistr.A 61.
2 medic. desfallecimiento, lipotimia ὑποχώρησις συχνὴ χολῆς ἐγένετο μετὰ ἀψυχίης Hp.Epid.7.108, ὀμμάτων ἀμαύρωσις ἅμα ἀψυχίῃ Hp.Coac.222, cf. Prorrh.1.113, Gal.16.755, ἀδυναμίη καὶ ἀ. Hp.l.c., cf. VM 10, ἢν ἀψυχίαι ἔχωσι καὶ μὴ ἰσχύῃ Hp.Mul.1.63, cf. Hsch.
•paro respiratorio ἐστὶ δὲ ὅτε ἅλες ἑλκύσας πάλιν ἀθρόον ἐξέπνει ὥσπερ ὑπ' ἀψυχίης Hp.Epid.7.1.
German (Pape)
[Seite 421] ἡ, Leblosigkeit, Ohnmacht, Hippocr.; Feigheit, Aesch. Spt. 244; Eur. Alc. 645. 699.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
manque de cœur, lâcheté.
Étymologie: ἄψυχος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀψῡχία: ἡ, ἔλλειψις ψυχῆς ἢ ζωῆς, λιποθυμία, Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12, Κωακ. Προγν. 155. ΙΙ. ἔλλειψις θάρρους, ὀλιγοψυχία, Αἰσχύλ. Θήβ. 259, 383, Εὐρ. Ἄλκ. 642, κτλ.
Greek Monolingual
η (Α ἀψυχία) άψυχος
δειλία, ολιγοψυχία.
Greek Monotonic
ἀψῡχία: ἡ, έλλειψη ζωής, έλλειψη πνεύματος, μικροψυχία, δειλία, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἀψῡχία: ἡ робость, малодушие Aesch., Eur.
Middle Liddell
[from ἄψυχος
want of life: want of spirit, faint-heartedness, Aesch., Eur.