Φοινικικός: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />de Phénicie, phénicien.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]].
|btext=ή, όν :<br />de Phénicie, phénicien.<br />'''Étymologie:''' [[Φοῖνιξ]].
}}
{{elru
|elrutext='''Φοινῑκικός:''' [[финикийский]] (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν [[στρατήγημα]] Polyb. финикийская хитрость.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 18: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Φοινῑκικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[Φοινικικός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει [[αρχαιότητα]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει [[πανουργία]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]] = [[φοινίκειος]]· μεταφ., <i>κακὰ φοινικικά</i>, «με [[βαθιά]] [[κακία]]», σε Αριστοφ.
|lsmtext='''Φοινῑκικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> [[Φοινικικός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει [[αρχαιότητα]], σε Πλάτ.· [[έπειτα]], Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει [[πανουργία]], σε Πολύβ.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]] = [[φοινίκειος]]· μεταφ., <i>κακὰ φοινικικά</i>, «με [[βαθιά]] [[κακία]]», σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''Φοινῑκικός:''' [[финикийский]] (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν [[στρατήγημα]] Polyb. финикийская хитрость.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Φοινῑκικός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> Phoenician, Hdt., etc.; [[sometimes]] to [[express]] [[great]] [[antiquity]], Plat.:—[[later]], Punic, to [[express]] [[treachery]], Polyb.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]], = [[φοινίκεος]]; metaph., κακὰ φοινικικά "of [[deep]] dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, = [[φοινίκεος]], Ar.
|mdlsjtxt=Φοινῑκικός, ή, όν<br /><b class="num">I.</b> Phoenician, Hdt., etc.; [[sometimes]] to [[express]] [[great]] [[antiquity]], Plat.:—[[later]], Punic, to [[express]] [[treachery]], Polyb.<br /><b class="num">II.</b> [[φοινικικός]], = [[φοινίκεος]]; metaph., κακὰ φοινικικά "of [[deep]] dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, = [[φοινίκεος]], Ar.
}}
}}

Revision as of 12:25, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Φοινικικός Medium diacritics: Φοινικικός Low diacritics: Φοινικικός Capitals: ΦΟΙΝΙΚΙΚΟΣ
Transliteration A: Phoinikikós Transliteration B: Phoinikikos Transliteration C: Foinikikos Beta Code: *foinikiko/s

English (LSJ)

ή, όν, Phoenician, Epich. 54, Hdt. 6.47, Th. 6.46; κέδρος Thphr. HP 9.2.3; γράμματα Chron.Lind. B. 15; σήματα Κάδμου Timo 61; Φ. τι a tale of Cadmus the Phoenician, Pl. R. 414c; later, also, Punic, to express craft and treachery, Φ. στρατήγημα Plb. 3.78.1; ψεῦδος Φ. Eust. 1757.59. Adv. Φοινικικῶς in Phoenician fashion, DL. 7.25. = φοινίκεος, red; metaph, κακὰ φ. 'of deep dye', Ar. Pax 303 (troch., sed leg. φοινικίδων). = φοινίκινος 1, φ. ἄρτοι date-bread, Ph.Mech. Bel. 86.27; καρποί BGU 603.10 (ii AD), etc.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de Phénicie, phénicien.
Étymologie: Φοῖνιξ.

Russian (Dvoretsky)

Φοινῑκικός: финикийский (μέταλλα Her.; πόλεις Thuc.): μηδὲν καινὸν, ἀλλ᾽ Φοινικικόν τι погов. Plat. ничего нового, это старо как Финикия; Φοινικικὸν στρατήγημα Polyb. финикийская хитрость.

Greek (Liddell-Scott)

Φοινῑκικός: -ή, -όν, ὁ εἰς Φοίνικας ἀνήκων, ὁ ὑπὸ Φοινίκων ἀνευρεθείς, τὰ δὲ μέταλλα τὰ φοινικικὰ Ἡρόδ. 6. 47, Θουκ. 6. 46, κλπ.· ἐνίοτε ὡς τὸ Ὠγύγιος, εἰς δήλωσιν μεγάλης ἀρχαιότητος, Πλάτ. Πολ. 414C· ― βραδύτερον ὡσαύτως, Καρχηδονικός, ὡς ἐν τῷ fides Punica, εἰς δήλωσιν πανουργίας καὶ δόλου, Φ. στρατήγημα Πολύβ. 3. 78, 1· φ. τι ψεῦδος Εὐστ. 1757 ἐν τέλει. ― Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ Φοινικικὸν τρόπον, Διογέν. Λαέρτ. 7. 25· ― (Φοινικός, ή, όν, εἶναι συχνὸν ἁμάρτημα τῶν ἀντιγραφέων, ἴδε Wimmer εἰς Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 12, 3, Διονύσ. Ἁλ. 1. 6 καὶ 8., 2. 66. κλπ. ΙΙ. = φοινίκεος, ἐρυθρός, μεταφορ., κακὰ φοιν., οἱονεὶ βαθέος χρώματος, μεγάλην κακίαν ἔχοντα Ἀριστοφ. Εἰρ. 303· ἴδε Br. καὶ Dind. αὐτόθι 1173.

Greek Monotonic

Φοινῑκικός: -ή, -όν,
I. Φοινικικός, σε Ηρόδ. κ.λπ.· μερικές φορές για να δηλώσει αρχαιότητα, σε Πλάτ.· έπειτα, Καρχηδονιακός, λέγεται για να δηλώσει πανουργία, σε Πολύβ.
II. φοινικικός = φοινίκειος· μεταφ., κακὰ φοινικικά, «με βαθιά κακία», σε Αριστοφ.

Middle Liddell

Φοινῑκικός, ή, όν
I. Phoenician, Hdt., etc.; sometimes to express great antiquity, Plat.:—later, Punic, to express treachery, Polyb.
II. φοινικικός, = φοινίκεος; metaph., κακὰ φοινικικά "of deep dye, " Ar. φοινῑκιοῦς, οῦσσα, οῦν, = φοινίκεος, Ar.