διακράζω: Difference between revisions

From LSJ

εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=<b>1</b> crier continuellement;<br /><b>2</b> crier à qui mieux mieux.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κράζω]].
|btext=<b>1</b> crier continuellement;<br /><b>2</b> crier à qui mieux mieux.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[κράζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διακράζω''': συνεχῶς [[κράζω]], φωνάζω, [[κραυγάζω]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι [[ἀντίπαλος]] [[αὐτοῦ]] εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.
|elnltext=δια-κράζω om strijd schreeuwen.
}}
{{elru
|elrutext='''διακράζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[во все горло кричать]], [[орать]] (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[перекрикиваться]], [[браниться]] (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διακράζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φωνάζω]] διαρκώς, [[κραυγάζω]], [[βγάζω]] άναρθρες κραυγές, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δ. τινί</i>, [[διαγωνίζομαι]], [[παραβγαίνω]] με κάποιον [[άλλο]] στο ουρλιαχτό, στον ίδ.
|lsmtext='''διακράζω:''' μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[φωνάζω]] διαρκώς, [[κραυγάζω]], [[βγάζω]] άναρθρες κραυγές, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>δ. τινί</i>, [[διαγωνίζομαι]], [[παραβγαίνω]] με κάποιον [[άλλο]] στο ουρλιαχτό, στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διακράζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[во все горло кричать]], [[орать]] (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[перекрикиваться]], [[браниться]] (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).
|lstext='''διακράζω''': συνεχῶς [[κράζω]], φωνάζω, [[κραυγάζω]], Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, [[διαγωνίζομαι]] [[πρός]] τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι [[ἀντίπαλος]] [[αὐτοῦ]] εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.
}}
{{elnl
|elnltext=δια-κράζω om strijd schreeuwen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[scream]] [[continually]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> δ. τινί to [[match]] [[another]] at screaming, Ar.
|mdlsjtxt=fut. ξω<br /><b class="num">I.</b> to [[scream]] [[continually]], Ar.<br /><b class="num">II.</b> δ. τινί to [[match]] [[another]] at screaming, Ar.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακράζω Medium diacritics: διακράζω Low diacritics: διακράζω Capitals: ΔΙΑΚΡΑΖΩ
Transliteration A: diakrázō Transliteration B: diakrazō Transliteration C: diakrazo Beta Code: diakra/zw

English (LSJ)

pf. διακέκρᾱγα, have a screaming-match, Ar.Av.306; δ. τινί pit oneself against another at screaming, Id.Eq.1403.

Spanish (DGE)

• Morfología: [sólo perf. excep. διέκραζον PHerm.Rees 6.18 (IV d.C.)]
I 1chillar, gritar de aves οἷα πιπίζουσι καὶ τρέχουσι διακεκραγότες Ar.Au.307, de pers. διακεκραγότος a voz en grito Cyr.Al.Inc.Unigen.703D
c. dat. competir en gritos c. dat. πόρναισι καὶ βαλανεῦσι Ar.Eq.1403.
2 predicar ἆρα δυνήσονται ἀκούειν ... διακεκραγότος Μιχαίου; Gr.Nyss.M.46.1164A
manifestarse públicamente ὅπως ἂν ... ἐφ' οἷς ἐνδόξως διέκραζων (l. -ον) μέγιστα ἡσθῶ PHerm.Rees l.c.
II tr. proclamar ταῦτα διακέκραγεν ὁ γραμματεύς Cyr.Al.M.68.372B.

German (Pape)

[Seite 584] (s. κράζω), durch einander schreien; διακεκραγοτες Ar. Av. 307; τινὶ διακεκραγέναι, mit Jemandem um die Wette schreien, Equ. 1400.

French (Bailly abrégé)

1 crier continuellement;
2 crier à qui mieux mieux.
Étymologie: διά, κράζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-κράζω om strijd schreeuwen.

Russian (Dvoretsky)

διακράζω:
1) во все горло кричать, орать (ὄρνεις τρέχουσι διακεκραγότες Arph.);
2) перекрикиваться, браниться (πόρναισι διακεκραγέναι Arph.).

Greek Monolingual

διακράζω (Α)
1. κραυγάζω διαρκώς
2. συναγωνίζομαι κάποιον στις φωνές, στις κραυγές.

Greek Monotonic

διακράζω: μέλ. -ξω,
I. φωνάζω διαρκώς, κραυγάζω, βγάζω άναρθρες κραυγές, σε Αριστοφ.
II. δ. τινί, διαγωνίζομαι, παραβγαίνω με κάποιον άλλο στο ουρλιαχτό, στον ίδ.

Greek (Liddell-Scott)

διακράζω: συνεχῶς κράζω, φωνάζω, κραυγάζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 307. ΙΙ. δ. τινί, διαγωνίζομαι πρός τινα εἰς τὸ κραυγάζειν, εἶμαι ἀντίπαλος αὐτοῦ εἰς τοῦτο, ὁ αὐτ. Ἱππ. 1403.

Middle Liddell

fut. ξω
I. to scream continually, Ar.
II. δ. τινί to match another at screaming, Ar.