βοτρυδόν: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />par grappe, en forme de grappe.<br />'''Étymologie:''' [[βότρυς]].
|btext=<i>adv.</i><br />par grappe, en forme de grappe.<br />'''Étymologie:''' [[βότρυς]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοτρυδόν]] [[βότρυς]] adv., in trossen, dicht opeen.
}}
{{elru
|elrutext='''βοτρῡδόν:''' adv. в виде гроздьев (μέλισσαι β. πέτονται Hom.; τίκτει ὁ [[πολύπους]] ᾠὰ β. Arst.; ἑσμοῦ [[δίκην]] Luc.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βοτρῡδόν:''' ([[βότρυς]]), επίρρ., όπως ένα [[τσαμπί]] από σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βοτρῡδόν:''' ([[βότρυς]]), επίρρ., όπως ένα [[τσαμπί]] από σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''βοτρῡδόν:''' adv. в виде гроздьев (μέλισσαι β. πέτονται Hom.; τίκτει ὁ [[πολύπους]] ᾠὰ β. Arst.; ἑσμοῦ [[δίκην]] Luc.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βότρυς]]<br />like a [[bunch]] of grapes, in clusters, Il.
|mdlsjtxt=[[βότρυς]]<br />like a [[bunch]] of grapes, in clusters, Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βοτρυδόν]] [[βότρυς]] adv., in trossen, dicht opeen.
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βοτρῡδόν Medium diacritics: βοτρυδόν Low diacritics: βοτρυδόν Capitals: ΒΟΤΡΥΔΟΝ
Transliteration A: botrydón Transliteration B: botrydon Transliteration C: votrydon Beta Code: botrudo/n

English (LSJ)

Adv. like a bunch of grapes: in clusters, β. πέτονται, of bees, Il.2.89, cf. Gp.15.2.29, Him.Or.28.1; τίκτει [ὁ πολύπους] ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550; τὰ ἄνθη πέφυκεν β. Thphr.HP3.16.4: metaph. of a crowd, Luc.Pisc.42.

Spanish (DGE)

(βοτρῡδόν)
adv. en racimos τὰ δὲ ἄνθη πέφυκεν ... β. Thphr.HP 3.16.4, ὀπώρα τις αὕτη β. ἐν ταλάρῳ Philostr.Im.1.31.3
fig. de abejas en enjambre β. πέτονται Il.2.89, cf. Philostr.VA 3.46, Gp.15.2.29, de los huevos del pulpo τίκτει ᾠὰ β. Arist.Fr.334, cf. Opp.H.1.550, de una multitud, Luc.Pisc.42.

German (Pape)

[Seite 455] traubenförmig, πέτονται, von den schwarmweis fliegenden Bienen, Il. 2, 89 (ἅπαξ εἰρημ.); von dem Blüthenstande, Theophr. u. Sp.

French (Bailly abrégé)

adv.
par grappe, en forme de grappe.
Étymologie: βότρυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βοτρυδόν βότρυς adv., in trossen, dicht opeen.

Russian (Dvoretsky)

βοτρῡδόν: adv. в виде гроздьев (μέλισσαι β. πέτονται Hom.; τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Arst.; ἑσμοῦ δίκην Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

βοτρῡδόν: ἐπίρρ. (βότρυς), ὡς βότρυς, κατὰ τὸ εἶδος βότρυος, ὡς σταφυλή, βοτρυδὸν πέτονται, ἐπὶ μελισσῶν, Ἰλ. Β. 89· τίκτει ὁ πολύπους ᾠὰ β. Ἀριστ. Ἀποσπ. 315· - ὡσαύτως βοτρυηδόν, κατὰ τὸ Οὐρβιν. χειρόγρ. ἐν Θεοφρ. Ι. Φ. 3. 16, 4.

Greek Monolingual

βοτρυδόν και βοτρυηδόν επίρρ. (Α) βότρυς
πυκνά, με αφθονία σαν τις ρόγες του σταφυλιού.

Greek Monotonic

βοτρῡδόν: (βότρυς), επίρρ., όπως ένα τσαμπί από σταφύλια, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

βότρυς
like a bunch of grapes, in clusters, Il.