γραφεύς: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>I.</b> ([[γράφω]], écrire);<br /><b>1</b> scribe, copiste;<br /><b>2</b> secrétaire;<br /><b>3</b> écrivain;<br /><b>II.</b> ([[γράφω]], peindre) peintre.<br />'''Étymologie:''' [[γράφω]].
|btext=έως (ὁ) :<br /><b>I.</b> ([[γράφω]], écrire);<br /><b>1</b> scribe, copiste;<br /><b>2</b> secrétaire;<br /><b>3</b> écrivain;<br /><b>II.</b> ([[γράφω]], peindre) peintre.<br />'''Étymologie:''' [[γράφω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''γρᾰφεύς''': έως, ὁ, [[ζωγράφος]], Ἐμπεδ. 82, Εὐρ. Ἑκ. 807, Ἀνδοκ. 31. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. = [[γραμματεύς]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39. ΙΙΙ. [[συγγραφεύς]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· [[γραφεύς]], καθ’ ὑπαγόρευσιν γράφων, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26· [[ἀντιγραφεύς]], Γραμμ.
|elnltext=[[γραφεύς]] -έως, ὁ [[γράφω]]<br /><b class="num">1.</b> schilder.<br /><b class="num">2.</b> secretaris, klerk, schrijver.
}}
{{lsm
|lsmtext='''γρᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[γράφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ζωγράφος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[γραμματεύς]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 31: Line 28:
|mdlsjtxt=[[γράφω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[painter]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> = [[γραμματεύς]], Xen.
|mdlsjtxt=[[γράφω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[painter]], Eur.<br /><b class="num">II.</b> = [[γραμματεύς]], Xen.
}}
}}
{{elnl
{{lsm
|elnltext=[[γραφεύς]] -έως, ὁ [[γράφω]]<br /><b class="num">1.</b> schilder.<br /><b class="num">2.</b> secretaris, klerk, schrijver.
|lsmtext='''γρᾰφεύς:''' -έως, ὁ ([[γράφω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[ζωγράφος]], σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> = [[γραμματεύς]], σε Ξεν.
}}
{{ls
|lstext='''γρᾰφεύς''': έως, ὁ, [[ζωγράφος]], Ἐμπεδ. 82, Εὐρ. Ἑκ. 807, Ἀνδοκ. 31. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. = [[γραμματεύς]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39. ΙΙΙ. [[συγγραφεύς]], Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· [[γραφεύς]], καθ’ ὑπαγόρευσιν γράφων, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26· [[ἀντιγραφεύς]], Γραμμ.
}}
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[painter]]
|woodrun=[[painter]]
}}
}}

Revision as of 20:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γρᾰφεύς Medium diacritics: γραφεύς Low diacritics: γραφεύς Capitals: ΓΡΑΦΕΥΣ
Transliteration A: grapheús Transliteration B: grapheus Transliteration C: grafeys Beta Code: grafeu/s

English (LSJ)

έως, ὁ, A painter, Emp.23.1, E.Hec.807 (s.v.l.), And.4.17, Pl.Phd.110b, etc. II = γραμματεύς, X.HG4.1.39, Plu. Ages.13; private secretary, τοῦ Δημοκρίτου Epicur.Fr.172. III writer, D.S.21.17; scribe, scrivener, X.Ages.1.26; copyist, Arist.Rh. 1409a20, Plb.12.4a.4, Str.13.1.54 (pl.); τὰ τῶν γραφέων πταίσματα Porph.Plot.19; cf. γραφής, γροφεύς.

Spanish (DGE)

(γρᾰφεύς) -έως, ὁ
• Alolema(s): arcad. γραφής IG 5(2).8 (Tegea IV a.C.), 116.7 (Tegea III a.C.); dór. γροφεύς, -έος IO 2.8 (V a.C.), IG 12(3).1259.16 (Cimolo V/IV a.C.), 5(2).357.20 (Estinfalo III a.C.), Schwyzer 90.2 (Argos III a.C.), IG 4.498.5 (Micenas II a.C.)
• Morfología: [plu. nom. γραφέες Emp.B 23.1, γραφῆς Pl.Phd.110b]
1 pintor ὁπόταν γραφέες ἀναθήματα ποικίλλωσιν Emp.l.c., οἱ γραφεῖς ... τέρπουσιν τὴν ὄψιν Gorg.B 11.18, (χρώματα) οἷς ... οἱ γραφῆς καταχρῶνται Pl.l.c., cf. R.377e, ἀγαλματοποιὸς ἢ γ. ἀναγκαζόμενος εἰκάζειν D.Chr.4.113, cf. E.Hec.807, And.4.17, X.Ages.1.26, D.Chr.4.117, 12.59, Plot.5.5.1, Hsch., Olymp.in Alc.2.51, Sch.D.T.229.2.
2 escritor γ. (τῶν ἐγκωμίων) D.S.21.17.
3 escribano, copista δεῖ ... δήλην εἶναι τὴν τελευτὴν μὴ διὰ τὸν γραφέα Arist.Rh.1409a20, cf. Str.13.1.54, Longin. en Porph.Plot.19, op. συγγραφεύς: οὐδεὶς ἂν εἴπειε ... τοῦ συγγραφέως εἶναι τὸ διάπτωμα, τοῦ δὲ γραφέως ὁμολογουμένως Plb.12.4a.4, cf. 6.
4 secretario funcionario, X.HG 4.1.39, IG ll.cc., Plu.Ages.13
particular fig. ἐκάλει ... Πρωτωγόραν γραφέα Δημοκρίτου Epicur.Fr.[101] 21, cf. [102] 10.

German (Pape)

[Seite 505] ὁ, der Schreiber, Maler, ἄνδρες γραφέες ἀναθήματα ποικίλλουσι Empedocl. 82; Plat. Rep. II, 377 d; Plut. Thes. 4; bes. Geheimschreiber, Xen. Hell. 4, 1, 39; Plut.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
I. (γράφω, écrire);
1 scribe, copiste;
2 secrétaire;
3 écrivain;
II. (γράφω, peindre) peintre.
Étymologie: γράφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραφεύς -έως, ὁ γράφω
1. schilder.
2. secretaris, klerk, schrijver.

Russian (Dvoretsky)

γρᾰφεύς: έως ὁ
1) писец, переписчик Xen., Arst., Polyb., Plut.;
2) живописец Emped., Eur., Plat., Arst., Dem., Plut.;
3) писатель, составитель (τῶν ἐγκωμίων Diod.).

Middle Liddell

γράφω
I. a painter, Eur.
II. = γραμματεύς, Xen.

Greek Monotonic

γρᾰφεύς: -έως, ὁ (γράφω),
I. ζωγράφος, σε Ευρ.
II. = γραμματεύς, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

γρᾰφεύς: έως, ὁ, ζωγράφος, Ἐμπεδ. 82, Εὐρ. Ἑκ. 807, Ἀνδοκ. 31. 15 κ. ἀλλ. ΙΙ. = γραμματεύς, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 39. ΙΙΙ. συγγραφεύς, Ἀριστ. Ρητ. 3. 8, 6· γραφεύς, καθ’ ὑπαγόρευσιν γράφων, Ξεν. Ἀγησ. 1, 26· ἀντιγραφεύς, Γραμμ.

English (Woodhouse)

painter

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)