δυσάντητος: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont l'abord est terrible <i>ou</i> funeste;<br /><b>2</b> terrible <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντάω]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>1</b> dont l'abord est terrible <i>ou</i> funeste;<br /><b>2</b> terrible <i>ou</i> funeste.<br />'''Étymologie:''' δυσ-, [[ἀντάω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''δυσάντητος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[неприятный на вид]], [[отталкивающий]] ([[θέαμα]] Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[невыносимый]], [[нестерпимый]] (τῆς ψυχῆς [[πάθη]] Plut.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''δυσάντητος:''' -ον ([[ἀντάω]]), [[δυσάρεστος]] στο να συναντηθεί από κάποιον, [[απεχθής]], [[ενοχλητικός]], σε Λουκ. | |lsmtext='''δυσάντητος:''' -ον ([[ἀντάω]]), [[δυσάρεστος]] στο να συναντηθεί από κάποιον, [[απεχθής]], [[ενοχλητικός]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]άντητος, ον <i>adj</i> [[ἀντάω]]<br />[[disagreeable]] to [[meet]], [[boding]] of ill, Luc. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]άντητος, ον <i>adj</i> [[ἀντάω]]<br />[[disagreeable]] to [[meet]], [[boding]] of ill, Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, A disagreeable to meet, boding of ill, opp. εὐάντητος, Luc.Tim.5, etc. II hard to withstand, πάθη Plu.2.118c; ὀδύναι Procl.H.3.5; κακά Max. Tyr.5.3.
Spanish (DGE)
-ον
1 que constituye un mal encuentro, ante lo que es mejor no encontrarse θέαμα Luc.Tim.5, κυδοιμός Nonn.D.24.168, ἔρωτες Nonn.D.42.406, un león, Cyr.Al.M.71.160A.
2 difícil de soportar πάθη Plu.2.118c, ὀδύναι Procl.H.3.5, κακά Max.Tyr.34.3.
German (Pape)
[Seite 676] unangenehm zu begegnen, widrig, lästig, mit böser Vorbedeutung verbunden; θέαμα Luc. Tim. 5 u. a. Sp.; dem man schwer widerstehen kann, καὶ ἀχθεινὰ πάθη Plut. Consol. ad Apollon. p. 359.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 dont l'abord est terrible ou funeste;
2 terrible ou funeste.
Étymologie: δυσ-, ἀντάω.
Russian (Dvoretsky)
δυσάντητος:
1) неприятный на вид, отталкивающий (θέαμα Luc.);
2) невыносимый, нестерпимый (τῆς ψυχῆς πάθη Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσάντητος: -ον, οὗ ἡ συνάντησις εἶνε δυσάρεστος ἢ δυσοιώνιστος, ἀντίθ. εὐάντητος, Λουκ. Τίμ. 5, κτλ. ΙΙ. καθ᾿ οὗ δύσκολον νὰ ἀντιστῇ τις, δυσκαταγώνιστος, Πλούτ. 2. 118C.
Greek Monolingual
δυσάντητος, -ον (AM)
1. αυτός που η συνάντηση μαζί του είναι δυσάρεστη ή δυσοίωνη («ἑτέραν ἐκτρέπονται, δυσάντητον καὶ ἀποτρόπαιον θέαμα ὄψεσθαι ὑπολαμβάνοντες» — αλλάζουν δρόμο γιατί νομίζουν ότι θα δουν θέαμα αποτρόπαιο και δυσοίωνο [που η συνάντηση μαζί του θα φέρει κακοτυχία], Λουκ.)
2. αυτός που δύσκολα αντιμετωπίζεται, αντικρούεται («ἀχθεινὰ πάθη καὶ δυσάντητα», Πλούτ.).
Greek Monotonic
δυσάντητος: -ον (ἀντάω), δυσάρεστος στο να συναντηθεί από κάποιον, απεχθής, ενοχλητικός, σε Λουκ.
Middle Liddell
δυσ-άντητος, ον adj ἀντάω
disagreeable to meet, boding of ill, Luc.