εὐρωτιάω: Difference between revisions
τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />se moisir <i>ou</i> être moisi, gâté, croupir.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρώς]]. | |btext=-ῶ :<br />se moisir <i>ou</i> être moisi, gâté, croupir.<br />'''Étymologie:''' [[εὐρώς]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὐρωτιάω:''' [[покрываться плесенью]], [[загнивать]] (οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες νεκροί Luc.): [[βίος]] εὐρωτιῶν Arph. жизнь в грязи. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐρωτιάω:''' ([[εὐρώς]]), είμαι ή [[γίνομαι]] [[σάπιος]], [[μουχλιάζω]], φθείρομαι, [[σήπομαι]], [[καταρρέω]], [[βίος]] εὐρωτιῶν, [[ζωή]] βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη [[λάσπη]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''εὐρωτιάω:''' ([[εὐρώς]]), είμαι ή [[γίνομαι]] [[σάπιος]], [[μουχλιάζω]], φθείρομαι, [[σήπομαι]], [[καταρρέω]], [[βίος]] εὐρωτιῶν, [[ζωή]] βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη [[λάσπη]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[εὐρωτιάω]], [[εὐρώς]]<br />to be or [[become]] [[mouldy]], [[βίος]] εὐρωτιῶν the [[life]] of the [[unwashed]], Ar. | |mdlsjtxt=[[εὐρωτιάω]], [[εὐρώς]]<br />to be or [[become]] [[mouldy]], [[βίος]] εὐρωτιῶν the [[life]] of the [[unwashed]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:17, 3 October 2022
English (LSJ)
(εὐρώς) to be or become mouldy, decay, Thphr.CP1.6.8, Luc.Nec.15, etc.; βίος εὐρωτιῶν the life of 'the great unwashed', Ar. Nu.44.
German (Pape)
[Seite 1096] schimmelig, moderig sein oder werden, vermodern, Theophr. u. Sp., wie Luc. Necyom. 15, von den Todten, οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες, Iup. Trag. 15 χόνδροι λιβανωτοῦ εὐρωτιῶντες, wie Alciphr. 3, 35. 53. – Übertr., βίος εὐρωτιῶν, neben ἀκόρητος, ein Leben in Schmutz, Ar. Nubb. 45.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se moisir ou être moisi, gâté, croupir.
Étymologie: εὐρώς.
Russian (Dvoretsky)
εὐρωτιάω: покрываться плесенью, загнивать (οἱ παλαιοὶ καὶ εὐρωτιῶντες νεκροί Luc.): βίος εὐρωτιῶν Arph. жизнь в грязи.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρωτιάω: (εὐρὼς) εἶμαι ἢ γίνομαι πλήρης εὐρῶτος, «μουχλιάζω», φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 6, 8, Λουκ. Νεκυομ. 15, κτλ.· βίος εὐρωτιῶν, ὁ βίος τοῦ ἀνίπτου καὶ ἀκαθάρτου, βίος «βουτηγμένος εἰς τὴν βρῶμαν», Ἀριστοφ. Νεφ. 44.
Greek Monotonic
εὐρωτιάω: (εὐρώς), είμαι ή γίνομαι σάπιος, μουχλιάζω, φθείρομαι, σήπομαι, καταρρέω, βίος εὐρωτιῶν, ζωή βουτηγμένη στη βρωμιά, βουτηγμένη στη λάσπη, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
εὐρωτιάω, εὐρώς
to be or become mouldy, βίος εὐρωτιῶν the life of the unwashed, Ar.