βουπόρος: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$5$3$1$2$4")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[πείρω]].
|btext=ος, ον :<br />propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).<br />'''Étymologie:''' [[βοῦς]], [[πείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουπόρος]] -ον [[βοῦς]], [[πείρω]] rund-doorborend.
}}
{{elru
|elrutext='''βουπόρος:''' [[пронзающий]] (целого) быка ([[ὀβελός]] Her., Eur.; [[ὀβελίσκος]] Xen.; σφαγῆς Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βουπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· [[βουπόρος]] [[ὀβελός]], [[σούβλα]] αρκετά [[μεγάλη]] ώστε να χωρά διατρυπώντας [[ολόκληρο]] το [[βόδι]], σε Ηρόδ., Ευρ.
|lsmtext='''βουπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· [[βουπόρος]] [[ὀβελός]], [[σούβλα]] αρκετά [[μεγάλη]] ώστε να χωρά διατρυπώντας [[ολόκληρο]] το [[βόδι]], σε Ηρόδ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''βουπόρος:''' [[пронзающий]] (целого) быка ([[ὀβελός]] Her., Eur.; [[ὀβελίσκος]] Xen.; σφαγῆς Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πείρω]]<br />ox-[[piercing]], βουπ. [[ὀβελός]] a [[spit]] [[large]] [[enough]] to [[spit]] an ox, Hdt., Eur.
|mdlsjtxt=[[πείρω]]<br />ox-[[piercing]], βουπ. [[ὀβελός]] a [[spit]] [[large]] [[enough]] to [[spit]] an ox, Hdt., Eur.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βουπόρος]] -ον [[βοῦς]], [[πείρω]] rund-doorborend.
}}
}}

Revision as of 10:55, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουπόρος Medium diacritics: βουπόρος Low diacritics: βουπόρος Capitals: ΒΟΥΠΟΡΟΣ
Transliteration A: boupóros Transliteration B: bouporos Transliteration C: vouporos Beta Code: boupo/ros

English (LSJ)

ον, (πείρω) ox-piercing, β. ὀβελός a spit large enough for a whole ox, Hdt.2.135, cf. E.Cyc.302; ἀμφώβολοι σφαγῆς… βουπόροι spits fit to pierce an ox's throat, Id.Andr.1134; β. ὀβελίσκος X.An.7.8.14.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): βοο- Zonar.123.18C.
I capaz de atravesar un toro ὀβελός Hdt.2.135, E.Cyc.302, ὀβελίσκος X.An.7.8.14, ἀμφώβολοι E.Andr.1134.
II subst.
1 ὁ β. espetón grande Zonar.l.c.
2 τὸ β. obelisco β. Ἀρσινόης del Monte Atos, Call.Fr.110.45.

German (Pape)

[Seite 459] Rinder durchbohrend, ὀβελός, ein großer Bratspieß, einen ganzen Ochsen daran zu stecken, Her. 2, 135, wie Dion. Hal. 2, 52; vgl. Eur. Cycl. 301; Xen. An. 7, 8, 14; σφαγεῖς Eur. Andr. 1135.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
propre à percer un bœuf entier (grosse broche de fer).
Étymologie: βοῦς, πείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βουπόρος -ον βοῦς, πείρω rund-doorborend.

Russian (Dvoretsky)

βουπόρος: пронзающий (целого) быка (ὀβελός Her., Eur.; ὀβελίσκος Xen.; σφαγῆς Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

βουπόρος: -ον, (πείρω) ὁ διαπερῶν, διατρυπῶν βοῦν, βουπ. ὀβελός, σοῦβλα ἱκανῶς μεγάλη δι’ ὁλόκληρον βοῦν, Ἡρόδ. 2. 135, Εὐρ. Κύκλ. 302· ἀμφώβολοι σφαγῆς … βουπόροι, ὀβελοὶ κατάλληλοι ὅπως διατρυπήσωσι τὸν λαιμὸν βοός, ὁ αὐτ. Ἀνδρ. 1134, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 14.

Greek Monolingual

βουπόρος, -ον (Α)
φρ. «βουπόρος ὀβελός» — σούβλα αρκετά μεγάλη για να διατρυπήσει ολόκληρο βόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + πόρος «πέρασμα» (πρβλ. πείρω «διαπερνώ, διατρυπώ»)].

Greek Monotonic

βουπόρος: -ον (πείρω), αυτός που διαπερνά, που διατρυπά τα βόδια· βουπόρος ὀβελός, σούβλα αρκετά μεγάλη ώστε να χωρά διατρυπώντας ολόκληρο το βόδι, σε Ηρόδ., Ευρ.

Middle Liddell

πείρω
ox-piercing, βουπ. ὀβελός a spit large enough to spit an ox, Hdt., Eur.