διχόρροπος: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (pape replacement) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=<i>adj</i> [[ῥέπω]]<br />oscillating: adv. -πως, waveringly, [[doubtfully]], Aesch. | |mdlsjtxt=<i>adj</i> [[ῥέπω]]<br />oscillating: adv. -πως, waveringly, [[doubtfully]], Aesch. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>sich auf [[beide]] [[Seiten]] hinneigend, [[schwankend]]</i>; [[γνώμη]] <i>B.A</i>. p. 37.<br><span class="ggns">• Adv.</span> [[διχορρόπως]] ψήφους ἔθεντο Aesch. <i>Ag</i>. 789; ἔδοξεν <i>Suppl</i>. 600, und [[öfter]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:58, 24 November 2022
English (LSJ)
ον, oscillating, γνώμη Trag.Adesp.341. Adv. -πως waveringly, doubtfully, used only by A., and always with a neg., οὐ or μὴ δ. Ag.349, 815, 1272, Supp.605, 982.
Spanish (DGE)
(δῐχόρροπος) -ον
1 vacilante γνώμη Trag.Adesp.341.
2 adv. -ως con duda, con vacilación siempre c. neg. μὴ δ. ἰδεῖν A.A.349, οὐ δ. ψήφους ἔθεντο A.A.815, καταγελωμένη ... οὐ δ. de Casandra, A.A.1272, ἔδοξεν Ἀργείοισιν, οὐ δ. A.Supp.605, σωτῆρες (οἱ θεοί) οὐ δ. A.Supp.982.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. διχορρεπής.
Greek (Liddell-Scott)
δῐχόρροπος: -ον, ταλαντευόμενος, ἀμφιρρεπής, Α. Β. 37. ― Ἐπίρρ. -πως, ἀμφιρρόπως, ἀμφιβόλως, ἐν χρήσει μόνον παρ’ Αἰσχύλ., οὐ ἢ μὴ δ. Ἀγ. 349, 815, 1272, Ἱκέτ. 605, 982.
Greek Monolingual
διχόρροπος, -ον (Α)
αμφίβολος, αμφίρροπος, αβέβαιος.
Greek Monotonic
δῐχόρροπος: -ον (ῥέπω), αμφιταλαντεύομενος, αναποφάσιστος, αμφίρροπος· Επίρρ. -πως, αμφίρροπα, αμφίβολα, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
adj ῥέπω
oscillating: adv. -πως, waveringly, doubtfully, Aesch.
German (Pape)
sich auf beide Seiten hinneigend, schwankend; γνώμη B.A. p. 37.
• Adv. διχορρόπως ψήφους ἔθεντο Aesch. Ag. 789; ἔδοξεν Suppl. 600, und öfter.