εὐνάσιμος: Difference between revisions
Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />où l'on peut se coucher.<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]]. | |btext=ος, ον :<br />[[où l'on peut se coucher]].<br />'''Étymologie:''' [[εὐνή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 13:32, 8 January 2023
English (LSJ)
ον, good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping-places, X.Cyn.8.4.
German (Pape)
[Seite 1082] ον, bequem zum Lager, Xen. Cyn. 8, 4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
où l'on peut se coucher.
Étymologie: εὐνή.
Greek (Liddell-Scott)
εὐνάσιμος: -ον, κατάλληλος ὅπως χρησιμεύσῃ ὡς εὐνή· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα πρὸς ὕπνον, Ξεν. Κυν. 8. 4.
Greek Monolingual
εὐνάσιμος, -ον (Α) ευνάζω
1. ο χρήσιμος ή κατάλληλος για κατάκλιση, για να κοιμάται κάποιος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐνάσιμα
άνετα μέρη, κατάλληλα για ύπνο.
Greek Monotonic
εὐνάσιμος: -ον (εὐνάζω), πρόσφορος, κατάλληλος για ύπνο· εὐνάσιμα, τά, μέρη κατάλληλα για ύπνο, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὐνάσιμος, ον εὐνάζω
good for sleeping in: εὐνάσιμα, τά, convenient sleeping places, Xen.