καματώδης: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γὰρ σιωπὴ μαρτυρεῖ τὸ μὴ θέλειν → Hominem non velle significat silentium → Das Schweigen zeugt davon, dass der, der schweigt, nicht will

Menander, Monostichoi, 223
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης, ες:<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />qui fatigue, qui épuise, pénible.<br />'''Étymologie:''' [[κάματος]], -ωδης.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κοπώδης]], [[ὀχληρός]], θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
|elnltext=καματώδης -ες [κάματος] afmattend.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰμᾰτώδης:''' [[томительный]], [[изнурительный]], [[мучительный]] ([[θέρος]] Hes.; πλαγαί Pind.).
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κᾰματώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κουραστικός]], [[κοπιώδης]], σε Ησίοδ., Πίνδ.
|lsmtext='''κᾰματώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), [[κουραστικός]], [[κοπιώδης]], σε Ησίοδ., Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰμᾰτώδης:''' [[томительный]], [[изнурительный]], [[мучительный]] ([[θέρος]] Hes.; πλαγαί Pind.).
|lstext='''κᾰμᾰτώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[κοπώδης]], [[ὀχληρός]], θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.
}}
{{elnl
|elnltext=καματώδης -ες [κάματος] afmattend.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[toilsome]], [[wearisome]], Hes., Pind.
|mdlsjtxt=κᾰμᾰτ-ώδης, ες [[εἶδος]]<br />[[toilsome]], [[wearisome]], Hes., Pind.
}}
}}

Revision as of 20:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καματώδης Medium diacritics: καματώδης Low diacritics: καματώδης Capitals: ΚΑΜΑΤΩΔΗΣ
Transliteration A: kamatṓdēs Transliteration B: kamatōdēs Transliteration C: kamatodis Beta Code: kamatw/dhs

English (LSJ)

ες, toilsome, wearisome, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Hes. Op. 584; πλαγαί, μέριμναι, Pi. N. 3.17, Fr. 218.1; καματωδέστερος Thphr. Lass. 13.

German (Pape)

[Seite 1316] ες, ermattend, erschöpfend; θέρεος καματώδεος ὥρη Hes. O. 582; καματωδέων πλαγᾶν ἄκος Pind. N. 3, 17; μέριμναι frg. 239. Auch im compar., bei Theophr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
qui fatigue, qui épuise, pénible.
Étymologie: κάματος, -ωδης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καματώδης -ες [κάματος] afmattend.

Russian (Dvoretsky)

κᾰμᾰτώδης: томительный, изнурительный, мучительный (θέρος Hes.; πλαγαί Pind.).

English (Slater)

καματώδης fatiguing καματωδέων δὲ πλαγᾶν ἄκος ὑγιηρὸν ἐν βαθυπεδίῳ Νεμέᾳ τὸ καλλίνικον φέρει (N. 3.17) ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι fr. 124. 5.

Greek Monolingual

(I)
καματώδης, -ῶδες (Μ)
υπερβολικά ζεστός, καυτερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καυματώδης (< καῦμα < καίω) με απλοποίηση του συμφων. συμπλέγμ. -vm- σε -m-].
(II)
καματώδης, -ες (Α)
επίπονος, κοπιαστικός, οχληρός (α. «θέρεος καματώδεος», Ησίοδ.
β. «καματώδεις μέριμναι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -ώδης].

Greek Monotonic

κᾰματώδης: -ες (εἶδος), κουραστικός, κοπιώδης, σε Ησίοδ., Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰμᾰτώδης: -ες, (εἶδος) κοπώδης, ὀχληρός, θέρεος καματώδεος ὥρῃ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 582· πλαγαί, μέριμναι Πινδ. Ν. 3. 28, Ἀποσπ. 239· καματωδέστερος Θεοφρ. Ἀποσπ. 7 § 13.

Middle Liddell

κᾰμᾰτ-ώδης, ες εἶδος
toilsome, wearisome, Hes., Pind.