καρπίζω: Difference between revisions
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=recueillir les fruits, récolter.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]]. | |btext=recueillir les fruits, récolter.<br />'''Étymologie:''' [[καρπός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=καρπίζω [καρπός] vruchtbaar maken; overdr. med. oogsten, de vruchten plukken van, met acc.: δόξαν κ. roem oogsten Eur. Hipp. 432. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρπίζω:''' досл. оплодотворять, перен. орошать, утучнять (ἄχλοα πεδία Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''καρπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[καρπός]]), κάνω [[κάτι]] να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, [[λιπαίνω]] το [[έδαφος]] καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ. | |lsmtext='''καρπίζω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[καρπός]]), κάνω [[κάτι]] να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, [[λιπαίνω]] το [[έδαφος]] καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''καρπίζω''': (Α), [[συλλέγω]] τὸν καρπόν, ἢ [[ἁπλῶς]] [[συλλέγω]] τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ [[ὡσαύτως]], ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν [[μάλιστα]] πυρὸς [[εἶτα]] κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., [[κῦδος]] ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[καρπίζω]], fut. -σω [[καρπός]]<br />to make [[fruitful]], [[fertilise]], Eur. | |mdlsjtxt=[[καρπίζω]], fut. -σω [[καρπός]]<br />to make [[fruitful]], [[fertilise]], Eur. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:30, 2 October 2022
English (LSJ)
(A), (καρπός A) A enjoy the fruits of, IG12(5).243 (Paros):— elsewhere always in Med., κ. γῆν Theopomp.Hist.217b; κλῆρον PFrankf.7.7 (iii B.C.), cf. Hyp.Fr.119, LXXJo.5.12, IG5(2).419.14 (Phigalea, iii B.C.), ib.7.413.28, al. (Oropus, i B.C.), etc.; Χρόνον Epicur.Ep.3p.61U.; but also, exhaust the soil, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρός Thphr.HP8.9.1, cf. CP4.8.1: metaph., δόξαν ἐσθλήν E.Hipp.432; κῦδος ἐκαρπίσατο Epigr.Gr.516.4 (Aegae), cf. Supp.Epigr.3.781 (Gortyn); exploit, BGU1571 (i A.D.); βέλτιον ἐμὲ (sc. τὴν σοφίαν) καρπίζεσθαι ὑπὲρ Χρυσίον LXXPr.8.19. II make fruitful, fertilize, E.Ba.408 (lyr.), Hel.1328 (lyr.).
καρπ-ίζω (B), (κάρφος ΙΙ) enfranchise a slave by touching him with the rod, καρπίζομαι ἐπὶ ἐλευθερίᾳ, = Lat. adseror, Gloss.
German (Pape)
[Seite 1328] 1) die Frucht abnehmen, einsammeln, ernten, Diosc. Gew. med., wie B. A. 104, 5 bemerkt wird καρπίσασθαι ἀντὶ τοῦ καρπώσασθαι; γῆν Theopomp. bei Ath. VI, 261 a, was auch »die Erde aussaugen« bedeutet, Theophr. – 2) Eur. Bacch. 406 Πάφον θ' ἃν βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβροι, befruchten; vgl. Hel. 1344. – S. καρπισμός.
French (Bailly abrégé)
recueillir les fruits, récolter.
Étymologie: καρπός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καρπίζω [καρπός] vruchtbaar maken; overdr. med. oogsten, de vruchten plukken van, met acc.: δόξαν κ. roem oogsten Eur. Hipp. 432.
Russian (Dvoretsky)
καρπίζω: досл. оплодотворять, перен. орошать, утучнять (ἄχλοα πεδία Eur.).
Greek Monolingual
(I)
(Α καρπίζω) [[[καρπός]] (Ι)]
μέσ. καρπίζομαι
(σχετικά με φήμη, δόξα, κύρος) αποκτώ, έχω («δόξαν ἐσθλὴν ἐν βροτοῖς καρπίζεται», Ευρ.)
νεοελλ.
1. παράγω ή σχηματίζω καρπό, καρποφορώ
2. φέρω αποτέλεσμα
3. κάνω κάτι να καρποφορήσει
αρχ.
1. (ενεργ. και μέσ.) συλλέγω τον καρπό («καρπίζουσι δὲ αὐτήν ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ», Διοσκ.)
2. κάνω γόνιμη τη γη («βαρβάρου ποταμοῦ ῥοαὶ καρπίζουσιν ἄνομβρον», Ευρ.).
(II)
καρπίζω (Α) [[[καρπός]] (ΙΙ)]
απελευθερώνω δούλο αγγίζοντας τον με το κάρφος, με το ραβδί.
Greek Monotonic
καρπίζω: μέλ. -σω (καρπός), κάνω κάτι να καρπίσει, το κάνω γόνιμο, λιπαίνω το έδαφος καθιστώντας το εύφορο, σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καρπίζω: (Α), συλλέγω τὸν καρπόν, ἢ ἁπλῶς συλλέγω τι, «καρπίζουσι δὲ αὐτὴν (δηλ. τὴν δίκταμον) ἐν θέρει καὶ φθινοπώρῳ» Διοσκ. 3. 37. ΙΙ. Μέσ., καρπίζομαι = καρποῦμαι, καρπίζεσθαι γῆν Θεόπομπ. παρ᾽ Ἀθην. 261Α, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 2561β (προσθῆκαι), 2737β· ἀλλ᾽ ὡσαύτως, ἐξαντλῶ, καρπίζεται τὴν γῆν μάλιστα πυρὸς εἶτα κριθὴ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 8. 9, 1, π. Φυτ. Αἰτ. 4. 8, 1· μεταφ., κῦδος ἐκαρπίζετο Συλλ. Ἐπιγρ. 1998. ΙΙΙ. καθιστῶ τι καρποφόρον, γονιμοποιῶ, Εὐρ. Βάκχ. 406, Ἑλ. 1228.