Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μενεπτόλεμος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[πτόλεμος]].
|btext=ος, ον :<br />qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[πτόλεμος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μενεπτόλεμος:''' [[не отступающий в сражении]], [[стойкий в бою]] ([[Τυδείδης]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μενεπτόλεμος:''' -ον, αυτός που επιμένει στη [[μάχη]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''μενεπτόλεμος:''' -ον, αυτός που επιμένει στη [[μάχη]], [[σταθερός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μενεπτόλεμος:''' [[не отступающий в сражении]], [[стойкий в бою]] ([[Τυδείδης]] Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μενε-[[πτόλεμος]], ον<br />[[staunch]] in [[battle]], [[steadfast]], Il.
|mdlsjtxt=μενε-[[πτόλεμος]], ον<br />[[staunch]] in [[battle]], [[steadfast]], Il.
}}
}}

Revision as of 14:30, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μενεπτόλεμος Medium diacritics: μενεπτόλεμος Low diacritics: μενεπτόλεμος Capitals: ΜΕΝΕΠΤΟΛΕΜΟΣ
Transliteration A: meneptólemos Transliteration B: meneptolemos Transliteration C: meneptolemos Beta Code: menepto/lemos

English (LSJ)

ον, staunch in battle, steadfast, Il.19.48, etc.; ἥρως B.16.73; Περαιβοί, Κουρῆτες, Il.2.749, B.5.126.

German (Pape)

[Seite 132] den Kampf bestehend, in der Schlacht ausharrend, d. i. kriegerisch, muthig; Τυδείδης, Il. 19, 48, u. von andern Helden, auch Περαιβοί, 2, 749; sp. D., Iulian. Aeg. 31 (Plan. 173).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.
Étymologie: μένω, πτόλεμος.

Russian (Dvoretsky)

μενεπτόλεμος: не отступающий в сражении, стойкий в бою (Τυδείδης Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

μενεπτόλεμος: -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, εὐσταθής, γενναῖος, ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, μενεπτόλεμος ἥρως Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - ὡσαύτως ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ μεναίχμης, μενεδήιος, μενέχαρμος, κτλ.

English (Autenrieth)

(μένω): steadfast in battle. (Il.)

Greek Monolingual

μενεπτόλεμος, -ον (Α)
αυτός που δεν εγκαταλείπει τη θέση του στη μάχη, που υπομένει γενναία την επίθεση τών εχθρών, ο καρτερικός στον πόλεμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μενε- (βλ. μένω) + πτόλεμος (πρβλ. φερεπτόλεμος, φυγοπτόλεμος)].

Greek Monotonic

μενεπτόλεμος: -ον, αυτός που επιμένει στη μάχη, σταθερός, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

μενε-πτόλεμος, ον
staunch in battle, steadfast, Il.