πάχετος: Difference between revisions
Βίου σπάνις πέφυκεν ἀνδράσιν γυνή → Nihil viro uxor est, nisi esuries mera → Die Frau ist Männern von Natur Verlust an Gut
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=(τό) :<br />épaisseur ; <i>selon d'autres, adj.</i> épais, <i>ou subst. masc., acc.</i> πάχετον pierre massive.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]]. | |btext=(τό) :<br />épaisseur ; <i>selon d'autres, adj.</i> épais, <i>ou subst. masc., acc.</i> πάχετον pierre massive.<br />'''Étymologie:''' [[παχύς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πάχετος -ον [παχύς] dik. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πάχετος:''' (ᾰ) эп. = [[παχύς]]. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''πάχετος:''' -ον, φαινομενικά ποιητ. [[τύπος]] του [[παχύς]], [[συμπαγής]], ατόφιος, όπως το [[περιμήκετος]] του [[περιμήκης]], σε Ομήρ. Οδ. | |lsmtext='''πάχετος:''' -ον, φαινομενικά ποιητ. [[τύπος]] του [[παχύς]], [[συμπαγής]], ατόφιος, όπως το [[περιμήκετος]] του [[περιμήκης]], σε Ομήρ. Οδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πάχετος''': ὁ σκοτεινή τις [[λέξις]] δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· [[πάχετος]] δ᾿ ἦν, ἠΰτε [[κίων]] Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, [[ὅπερ]] θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ [[εἶναι]] πιθανώτερον ὅτι [[εἶναι]] ποιητ. [[τύπος]] τοῦ [[παχύς]], [[ὀγκώδης]], «[[παχύς]]», ὡς τὸ [[περιμήκετος]] τοῦ [[περιμήκης]]. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = [[πάχος]], τό, [[παχύτης]], [[ὄγκος]], Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πάχετος]], ον,<br />[[massive]], Od. [[seemingly]] a poet. [[form]] of [[παχύς]], as [[περιμήκετος]] of [[περιμήκης]] | |mdlsjtxt=[[πάχετος]], ον,<br />[[massive]], Od. [[seemingly]] a poet. [[form]] of [[παχύς]], as [[περιμήκετος]] of [[περιμήκης]] | ||
}} | }} |
Revision as of 21:05, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], ον, A = παχύς, thick, massive, twice in Od., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον 8.187; πάχετος δ' ἦν ἠΰτε κίων 23.191. (Wrongly expld. by Hsch. and EM656.53 as sync. from παχύτερον; for the termination cf. περιμήκετος.) 2 tight, of a knot or ligature, Hp. Mul.2.110: neut. as adverb, Id.Cord.6. II in later Ep. as neut. Subst., = πάχος, thickness, Nic. Th.385 (dub.), 387, 465, Opp.H.4.535 codd. (Oxyt. in codd. Hp. ll. cc.)
German (Pape)
[Seite 539] τό, poet. statt πάχος, die Dicke, Od. 23, 191, obwohl es auch hier adj. sein könnte; substantivisch brauchen es Nic. Ther. 385. 468 Opp. Hal. 4, 535. – Aber Od. 8, 187 λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον ist nach der gew. Erklärung größer u. dicker, also irregul. Comparativ statt παχύτερον, nach Anderen von ὁ πάχετος, größer auch an Dicke.
French (Bailly abrégé)
(τό) :
épaisseur ; selon d'autres, adj. épais, ou subst. masc., acc. πάχετον pierre massive.
Étymologie: παχύς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάχετος -ον [παχύς] dik.
Russian (Dvoretsky)
πάχετος: (ᾰ) эп. = παχύς.
English (Autenrieth)
παχύς (Od.)
Greek Monolingual
-ον, Α
1. πυκνός, χοντρός («λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον», Ομ. Οδ.)
2. (για κόμπο ή δεσμό) σφιχτός
3. (το αρσ. ως ουδ. ουσ.) τὸ πάχετος
ο όγκος, το πάχος («τοῦ πάχετος μῆκός τε πολύτροπον», Νίκ. Θηρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχύς + επίθημα -ετος (πρβλ. πυρ-ετός, συρφ-ετός). Το επίθημα έχει πιθ. αυξητική σημ. (πρβλ. περιμήκ-ετος). Ο ουσιαστικοποιημένος τ. τὸ πάχετος έχει πιθ. σχηματιστεί κατά το: πάχος, (τὸ) ή < πάχεθος (πρβλ. μέγ-εθος) με ανομοίωση].
Greek Monotonic
πάχετος: -ον, φαινομενικά ποιητ. τύπος του παχύς, συμπαγής, ατόφιος, όπως το περιμήκετος του περιμήκης, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πάχετος: ὁ σκοτεινή τις λέξις δὶς ἐν χρήσει ἐν τῇ Ὀδ., λάβε δίσκον μείζονα καὶ πάχετον Θ. 187· πάχετος δ᾿ ἦν, ἠΰτε κίων Ψ. 191. Ἐν τῷ προτέρῳ χωρίῳ ἑρμηνεύεται παρ᾿ Ἡσυχ. καὶ ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμολ. ὡς κατὰ συγκοπήν ἐκ τοῦ παχύτερον, ὅπερ θὰ ἥρμοζεν εἰς τὴν ἔννοιαν τοῦ χωρίου ἐκείνου καὶ ἠδύνατο νὰ γείνῃ δεκτὸν καὺ ἐν τῷ β΄ χωρίῳ (ἴδε ἐν λέξ. ἠΰτε)· ἀλλ᾿ εἶναι πιθανώτερον ὅτι εἶναι ποιητ. τύπος τοῦ παχύς, ὀγκώδης, «παχύς», ὡς τὸ περιμήκετος τοῦ περιμήκης. ΙΙ. παρὰ τοῖς μεταγεν. Ἐπικ. ὡς οὐσιαστ. = πάχος, τό, παχύτης, ὄγκος, Νικ. Θηρ. 385. 387, 465, Ὀππ. Ἁλ. 4. 535· ἀλλὰ δυσκόλως ἁρμόζει τοῦτο εἰς τὰ Ὁμηρικὰ χωρία, πρβλ. τὸ κοινολεκτούμενον πάχετα = πάχη.
Middle Liddell
πάχετος, ον,
massive, Od. seemingly a poet. form of παχύς, as περιμήκετος of περιμήκης