μυριόνταρχος: Difference between revisions

From LSJ

ἄριστος ἐν ἀνθρώποις ὄρτυξ → the best quail in the world

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μυριάρχης]].
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[μυριάρχης]].
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόνταρχος:''' ὁ Aesch. = [[μυρίαρχος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μῡριόνταρχος:''' ὁ, = [[μυρίαρχος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''μῡριόνταρχος:''' ὁ, = [[μυρίαρχος]], σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''μῡριόνταρχος:''' ὁ Aesch. = [[μυρίαρχος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 14:40, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐόνταρχος Medium diacritics: μυριόνταρχος Low diacritics: μυριόνταρχος Capitals: ΜΥΡΙΟΝΤΑΡΧΟΣ
Transliteration A: myrióntarchos Transliteration B: myriontarchos Transliteration C: myriontarchos Beta Code: murio/ntarxos

English (LSJ)

ὁ, = μυρίαρχος, A.Pers.314, f.l. ib.993 (lyr.); v. μυριοταγός.

German (Pape)

[Seite 219] = μυρίαρχος, Aesch. Pers. 306. 955.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. μυριάρχης.

Russian (Dvoretsky)

μῡριόνταρχος: ὁ Aesch. = μυρίαρχος.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριόνταρχος: ὁ, = μυρίαρχος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 314· [αὐτόθ. 994, τὸ μυριόνταρχον εἶναι ἐναντίον τοῦ μέτρου, ὅπερ ἀπαιτεῖ μυριοταγόν, μυριάδαρχον, ἢ παρόμοιόν τινα τύπον, ἴδε Blomf.].

Greek Monolingual

μυριόνταρχος, ὁ (Α)
μυριάρχης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύριος, πιθ. μέσω αμάρτυρου μυριοντάς, κατά το ἑκατόνταρχος.

Greek Monotonic

μῡριόνταρχος: ὁ, = μυρίαρχος, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μῡριόνταρχος, ὁ, = μυρίαρχος, Aesch.]

English (Woodhouse)

captain of ten thousand, commander of ten thousand men

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)