νεόκοτος: Difference between revisions
Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος, ον :<br />de provenance nouvelle, nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], -[[κότος]], cf. [[ἀλλόκοτος]]. | |btext=ος, ον :<br />de provenance nouvelle, nouveau.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], -[[κότος]], cf. [[ἀλλόκοτος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νεόκοτος:''' (ср. [[ἀλλόκοτος]]) новый, небывалый (κακά, [[πρᾶγος]] Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''νεόκοτος:''' -ον, [[νέος]] και [[παράξενος]], [[παράδοξος]], [[ανήκουστος]], σε Αισχύλ. (το <i>-κοτος</i> φαίνεται να είναι απλή [[κατάληξη]]). | |lsmtext='''νεόκοτος:''' -ον, [[νέος]] και [[παράξενος]], [[παράδοξος]], [[ανήκουστος]], σε Αισχύλ. (το <i>-κοτος</i> φαίνεται να είναι απλή [[κατάληξη]]). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 14:52, 3 October 2022
English (LSJ)
ον, new and strange, unheard of, A.Pers.257 (lyr.), Th.803; for the termination cf. ἀλλόκοτος.
German (Pape)
[Seite 242] in frischem Zorne, durch seischen Zorn lästig, oder besser (nach ἀλλόκοτος) von neuer, ungewöhnlicher Beschaffenheit; κακά, Aesch. Pers. 252; τί δ' ἔστι πρᾶγος νεόκοτον πόλει παρόν, Spt. 785.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de provenance nouvelle, nouveau.
Étymologie: νέος, -κότος, cf. ἀλλόκοτος.
Russian (Dvoretsky)
νεόκοτος: (ср. ἀλλόκοτος) новый, небывалый (κακά, πρᾶγος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
νεόκοτος: -ον, νέος καὶ παράδοξος, ἀνήκουστος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 256, Θήβ. 804· (-κότος φαίνεται ὅτι εἶναι ἁπλῆ κατάλ.· ἴδε ἐν λ. ἀλλόκοτος).
Greek Monolingual
νεόκοτος και νεοκότος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που εμφανίζεται για πρώτη φορά, ο καινοφανής, ο πρωτάκουστος («κακὰ νεόκοτα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + κότος «οργή, μίσος» (πρβλ. αλλό-κοτος, βαρὐ-κοτος)].
Greek Monotonic
νεόκοτος: -ον, νέος και παράξενος, παράδοξος, ανήκουστος, σε Αισχύλ. (το -κοτος φαίνεται να είναι απλή κατάληξη).
Middle Liddell
νεό-κοτος, ον
new and strange, unheard of, Aesch. [-κοτος seems to be a mere termin.]