κεραίω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος ὁ υἱός μου νεκρὸς ἦν καὶ ἀνέζησεν, ἦν ἀπολωλὼς καὶ εὑρέθη → This son of mine was dead and has come back to life. He was lost and he's been found.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl.*}}\n)({{elru.*}}\n)" to "$3$4$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>impf. épq.</i> [[κέραιον]];<br /><i>c.</i> [[κεράννυμι]].
|btext=<i>impf. épq.</i> [[κέραιον]];<br /><i>c.</i> [[κεράννυμι]].
}}
{{elnl
|elnltext=κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραίω:''' Hom. = [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κεραίω:''' Επικ. αντί [[κεράω]], <i>ζωρότερον κέραιε</i>, ανάμειξε το [[κρασί]] με λιγότερο [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κεραίω:''' Επικ. αντί [[κεράω]], <i>ζωρότερον κέραιε</i>, ανάμειξε το [[κρασί]] με λιγότερο [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elnl
|elnltext=κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.
}}
{{elru
|elrutext='''κεραίω:''' Hom. = [[κεράννυμι]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεραίω]], [epic for [[κεράω]]<br />ζωρότερον κέραιε, mix the [[wine]] stronger, Il.
|mdlsjtxt=[[κεραίω]], [epic for [[κεράω]]<br />ζωρότερον κέραιε, mix the [[wine]] stronger, Il.
}}
}}

Revision as of 23:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραίω Medium diacritics: κεραίω Low diacritics: κεραίω Capitals: ΚΕΡΑΙΩ
Transliteration A: keraíō Transliteration B: keraiō Transliteration C: keraio Beta Code: kerai/w

English (LSJ)

Ep. for κεράω, radic. form of κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε mix the wine stronger, Il.9.203; ἀμβροσίην ἐκέραιον Q.S.4.139:— Pass., ᾧ κα κεραίηται Schwyzer 321.3 (Delph., v B.C.); part. κεραιόμενος Emp.35.8, Nic.Al.178,511.

German (Pape)

[Seite 1419] = κεράννυμι, mischen; ζωρότερον κέραιε, mische, Il. 9, 203; so von Arist. poet. 25 citirt; v.l. κεραίνω u. κεραίρω; sonst nur noch κεραιόμενον Nic. Al. 178. 511.

French (Bailly abrégé)

impf. épq. κέραιον;
c. κεράννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεραίω [~ κεράννυμι] imperat. κέραιε, ptc. med.-pass. κεραιόμενος, mengen.

Russian (Dvoretsky)

κεραίω: Hom. = κεράννυμι.

Greek (Liddell-Scott)

κεραίω: Ἐπ. ἀντὶ κεράω, ῥιζικὸς τύπος τοῦ κεράννυμι, ζωρότερον δὲ κέραιε, μίγνυε τὸν οἶνον μὲ ὀλιγώτερον ὕδωρ (μᾶλλον ἄκρατον), Ἰλ. Ι. 203· ― Παθ., κεραιόμενος Νικ. Ἀλ. 178. 511.

English (Autenrieth)

(cf. also κιρνάω and κίρνημι), aor. κέρασσε, part. fein. κεράσᾶσα, mid. pres. subj. κέρωνται, imp. κεράασθε, κερᾶσθε, ipf. κερόων- το, κερῶντο, aor. κεράσσατο, pass. perf. κεκράανται, plup. -αντο: mix, prepare by mixing, mid., for oneself, have mixed; especially of tempering wine with water, also of preparing water for a bath, Od. 10.362; of alloy, or similar work in metal, χρῦσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται, ‘platedwith gold, Od. 4.132.;;: see κεράννῦμι.

Greek Monolingual

κεραίω (Α)
αναμιγνύω («ζωρότερον δὲ κέραιε» — ανακάτεψε το κρασί με λιγότερο νερό, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος επικ. τ. του κεράννυμι κατά τα ρ. σε αίω].

Greek Monotonic

κεραίω: Επικ. αντί κεράω, ζωρότερον κέραιε, ανάμειξε το κρασί με λιγότερο νερό, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

κεραίω, [epic for κεράω
ζωρότερον κέραιε, mix the wine stronger, Il.