Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετωπίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς οὐδὲν ἡ μάθησις, ἂν μὴ νοῦς παρῇ → Quam nihil est disciplina, ni mens → Wie wenig taugt das Lernen, wenn Begabung fehlt

Menander, Monostichoi, 557
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
|btext=ος, ον :<br />du front.<br />'''Étymologie:''' [[μέτωπον]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετωπίδιος:''' (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный ([[πλέγμα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
|lsmtext='''μετωπίδιος:''' -ον ([[μέτωπον]]), αυτός που βρίσκεται στο [[μέτωπο]], σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μετωπίδιος:''' (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный ([[πλέγμα]] Anth.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[μετωπίδιος]], ον [[μέτωπον]]<br />on the [[forehead]], Anth.
|mdlsjtxt=[[μετωπίδιος]], ον [[μέτωπον]]<br />on the [[forehead]], Anth.
}}
}}

Revision as of 14:35, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετωπίδιος Medium diacritics: μετωπίδιος Low diacritics: μετωπίδιος Capitals: ΜΕΤΩΠΙΔΙΟΣ
Transliteration A: metōpídios Transliteration B: metōpidios Transliteration C: metopidios Beta Code: metwpi/dios

English (LSJ)

ον, = μετωπιαῖος, ἱδρώς Hp.Mul.2.171 (cj. for -ιδαῖος; v.l. περιμετωπίδιος) ; πλέγμα AP9.543 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 164] = μετωπιαῖος; ἱδρώς, Hipp.; πλέγμα, Philp. 62 (IX, 543).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
du front.
Étymologie: μέτωπον.

Russian (Dvoretsky)

μετωπίδιος: (πῐ) набрасываемый на лоб, лобный (πλέγμα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

μετωπίδιος: -ον, = μετωπιαῖος, Ἀνθ. Π. 9. 543· ἴδε Λοβ. Φρύν. 557.

Greek Monolingual

μετωπίδιος, -ία, -ον (Α)
μετωπιαίος, μετωπικός, του μετώπου («μετωπίδιος ἱδρώς», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέτωπον + επίθημα -ίδιος (πρβλ. πτερίδιος, ωμίδιος)].

Greek Monotonic

μετωπίδιος: -ον (μέτωπον), αυτός που βρίσκεται στο μέτωπο, σε Ανθ.

Middle Liddell

μετωπίδιος, ον μέτωπον
on the forehead, Anth.