κατέδω: Difference between revisions

From LSJ

ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> [[κατέδομαι]], <i>pf.</i> [[κατεδήδοκα]], <i>épq.</i> κατέδηδα, <i>ao.</i> κατηδέσθην, <i>pf.</i> κατεδήδεσμαι;<br />dévorer, manger, ronger ; <i>fig.</i> manger (son bien, ses ressources) ; <i>au sens mor.</i> ὃν θυμὸν κατέδων IL rongeant son cœur de chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔδω]].
|btext=<i>f.</i> [[κατέδομαι]], <i>pf.</i> [[κατεδήδοκα]], <i>épq.</i> κατέδηδα, <i>ao.</i> κατηδέσθην, <i>pf.</i> κατεδήδεσμαι;<br />dévorer, manger, ronger ; <i>fig.</i> manger (son bien, ses ressources) ; <i>au sens mor.</i> ὃν θυμὸν κατέδων IL rongeant son cœur de chagrin.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἔδω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κατέδω''': Ὁμ. ἐνεστ. = [[κατεσθίω]], [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]], μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415· μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, [[κατατρώγω]] οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534· [[ὡσαύτως]], ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)·- Παθ., [[ὡσαύτως]], παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140· ἡ [[ἄμπελος]] ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. [[κατεσθίω]].
|elnltext=κατέδω zie κατεσθίω.
}}
{{elru
|elrutext='''κατέδω:''' эп. [[κατεσθίω]] (fut. [[κατέδομαι]], pf. [[κατεδήδοκα]] - эп. [[κατέδηδα]]; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. [[κατεδήδεσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[съедать]], [[пожирать]] (φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[проедать]], [[истреблять]] (οἶκον, κτῆσιν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[снедать]], [[глодать]], [[терзать]]: ὃν θυμὸν κατέδων Hom. терзаясь душой.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κατέδω:''' Επικ. ενεστ. [[κατεσθίω]], [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>οἶκον</i>, <i>κτῆσιν κατέδειν</i>, «κατατρώω» το [[σπίτι]] (ως [[περιουσία]]), τα [[αγαθά]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὃν θυμὸν κατέδων</i>, κατατρώγοντας την [[καρδιά]] κάποιου από [[θλίψη]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''κατέδω:''' Επικ. ενεστ. [[κατεσθίω]], [[τρώω]], [[καταβροχθίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., <i>οἶκον</i>, <i>κτῆσιν κατέδειν</i>, «κατατρώω» το [[σπίτι]] (ως [[περιουσία]]), τα [[αγαθά]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ὃν θυμὸν κατέδων</i>, κατατρώγοντας την [[καρδιά]] κάποιου από [[θλίψη]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κατέδω:''' эп. [[κατεσθίω]] (fut. [[κατέδομαι]], pf. [[κατεδήδοκα]] - эп. [[κατέδηδα]]; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. [[κατεδήδεσμαι]])<br /><b class="num">1)</b> [[съедать]], [[пожирать]] (φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[проедать]], [[истреблять]] (οἶκον, κτῆσιν Hom.);<br /><b class="num">3)</b> перен. [[снедать]], [[глодать]], [[терзать]]: ὃν θυμὸν κατέδων Hom. терзаясь душой.
|lstext='''κατέδω''': Ὁμ. ἐνεστ. = [[κατεσθίω]], [[κατατρώγω]], [[καταβροχθίζω]], μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415· μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, [[κατατρώγω]] οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534· [[ὡσαύτως]], ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)·- Παθ., [[ὡσαύτως]], παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140· ἡ [[ἄμπελος]] ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. [[κατεσθίω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατέδω zie κατεσθίω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[epic pres., = [[κατεσθίω]]<br />to eat up, [[devour]], Il.; metaph., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν to eat up [[house]], [[goods]], Od.; ὃν θυμὸν κατέδων [[eating]] one's [[heart]] for [[grief]], Il.
|mdlsjtxt=[epic pres., = [[κατεσθίω]]<br />to eat up, [[devour]], Il.; metaph., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν to eat up [[house]], [[goods]], Od.; ὃν θυμὸν κατέδων [[eating]] one's [[heart]] for [[grief]], Il.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατέδω Medium diacritics: κατέδω Low diacritics: κατέδω Capitals: ΚΑΤΕΔΩ
Transliteration A: katédō Transliteration B: katedō Transliteration C: katedo Beta Code: kate/dw

English (LSJ)

Homeric pres., = κατεσθίω, eat up, devour, μυίας αἵ ῥά τε φῶτας… κατέδουσιν Il.19.31; εὐλαὶ… φῶτας ἀρηϊφάτους κ. 24.415: metaph., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κ., eat up house, goods, etc., Od.2.237, 19.159, 534; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.6.202:— later in Pass… ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Arist.Fr.145.—For fut. κατέδομαι and other tenses, v. κατεσθίω.

German (Pape)

[Seite 1394] (s. ἔδω), ep. = κατεσθίω; μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας κατέδουσιν Il. 19, 31; von Würmern, 24, 415; βίοτον, Hab u. Gut aufzehren, Od. 19, 159; κτῆσιν 534; οἶκον 2, 237; übertr. von den Traurigen, ὃν θυμὸν κατέδων, sein Herz in Gram verzehrend, Il. 6, 202. – Κατέδομαι ist fut. zu κατεσθίω, w, m. s.

French (Bailly abrégé)

f. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα, épq. κατέδηδα, ao. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι;
dévorer, manger, ronger ; fig. manger (son bien, ses ressources) ; au sens mor. ὃν θυμὸν κατέδων IL rongeant son cœur de chagrin.
Étymologie: κατά, ἔδω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατέδω zie κατεσθίω.

Russian (Dvoretsky)

κατέδω: эп. κατεσθίω (fut. κατέδομαι, pf. κατεδήδοκα - эп. κατέδηδα; pass.: aor. κατηδέσθην, pf. κατεδήδεσμαι)
1) съедать, пожирать (φῶτας Ἀρηϊφάτοος Hom.; σὰρξ κατεδηδεσμένη Plut.);
2) проедать, истреблять (οἶκον, κτῆσιν Hom.);
3) перен. снедать, глодать, терзать: ὃν θυμὸν κατέδων Hom. терзаясь душой.

English (Autenrieth)

fut. κατέδονται: eat up, devour; fig., οἶκον, θῦμόν, β 23, Il. 6.202.

Greek Monolingual

κατέδω (Α)
1. κατατρώγω, καταβροχθίζω («μυίας, αἵ ῥά τε φῶτας... κατέδουσιν», Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. φθείρω, καταστρέφω (α. «κατέδουσι βιαίως οἶκον Ὀδυσσῆος», Ομ. Οδ.
β. «ὃν θυμὸν κατέδων», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἔδω «τρώγω»].

Greek Monotonic

κατέδω: Επικ. ενεστ. κατεσθίω, τρώω, καταβροχθίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν, «κατατρώω» το σπίτι (ως περιουσία), τα αγαθά, σε Ομήρ. Οδ.· ὃν θυμὸν κατέδων, κατατρώγοντας την καρδιά κάποιου από θλίψη, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

κατέδω: Ὁμ. ἐνεστ. = κατεσθίω, κατατρώγω, καταβροχθίζω, μυίας αἳ ῥά τε φῶτας ἀρηϊφάτους κατέδουσιν Ἰλ. Τ. 31· οὕτως ἐπὶ τῶν σκωλήκων, Ω. 415· μεταφορ., οἶκον, βίοτον, κτῆσιν κατέδειν, κατατρώγω οἶκον, περιουσίαν, ἐμπορεύματα, κτλ., Ὀδ. Β. 237., Τ. 159, 534· ὡσαύτως, ὃν θυμόν κατέδων, κατατρώγων τὴν καρδίαν του ἐκ τῆς λύπης, θλίψεως, Ἰλ. Ζ. 202 (πρβλ. καταθυμοβορῶ)·- Παθ., ὡσαύτως, παρὰ μεταγεν. Ἀττ., ὑπὸ ὄφεως κατέδεσθαι Ἀριστ. Ἀποσπ. 140· ἡ ἄμπελος ὑπὸ τῶν κτηνῶν κατέδεται Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 5. 17, 7. - Περὶ τοῦ μέλλ. κατέδομαι καὶ ἄλλων χρόνων, ἴδε ἐν λ. κατεσθίω.

Middle Liddell

[epic pres., = κατεσθίω
to eat up, devour, Il.; metaph., οἶκον, κτῆσιν κατέδειν to eat up house, goods, Od.; ὃν θυμὸν κατέδων eating one's heart for grief, Il.