κατακονά: Difference between revisions

From LSJ

Καὶ ζῶνφαῦλος καὶ θανὼν κολάζεται → Vivisque mortuisque poena instat malis → Der Schlechte wird im Leben und im Tod bestraft

Menander, Monostichoi, 294
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />ruine.<br />'''Étymologie:''' [[κατακαίνω]].
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />ruine.<br />'''Étymologie:''' [[κατακαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰκονά:''' ἡ [[гибель]], [[разрушение]] (βίου Eur.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κατᾰκονά:''' ἡ ([[κατακαίνω]]), = [[διαφθορά]], [[καταστροφή]], σε Ευρ.
|lsmtext='''κατᾰκονά:''' ἡ ([[κατακαίνω]]), = [[διαφθορά]], [[καταστροφή]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κατᾰκονά:''' ἡ [[гибель]], [[разрушение]] (βίου Eur.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατᾰκονά, ἡ, [[κατακαίνω]] = [[διαφθορά]],]<br />[[destruction]], Eur.
|mdlsjtxt=κατᾰκονά, ἡ, [[κατακαίνω]] = [[διαφθορά]],]<br />[[destruction]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:38, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατᾰκονά Medium diacritics: κατακονά Low diacritics: κατακονά Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΑ
Transliteration A: katakoná Transliteration B: katakona Transliteration C: katakona Beta Code: katakona/

English (LSJ)

ἡ, (κατακαίνω) destruction, κατακονὰ ἀβίοτος βίου E.Hipp. 821 (lyr.).--The v.l., supported by Sch. (cf. EM50.25, Eust.381.22), κατακονᾷ… βίος, implies a Verb κατ-ᾰκονάω, wear away, as is done in whetting steel.

French (Bailly abrégé)

ᾶς (ἡ) :
ruine.
Étymologie: κατακαίνω.

Russian (Dvoretsky)

κατᾰκονά:гибель, разрушение (βίου Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰκονά: ἡ, (κατακαίνω), διαφθορά, καταστροφή, κατακονὰ ἀβίοτος βίου Εὐρ. Ἱππ. 821.― Ὁ Σχολ. (πρβλ. Ἐτυμ. Μ. 50. 25, Εὐστ. 381. 22) πρέπει νὰ εἶχεν ἀναγνώσει κατακονᾷ... βίος, ἐκ τοῦ κατακονάω, φθείρω καὶ λεπτύνω, κατατρίβω (ὅπως ὅταν τις ἀκονᾷ χάλυβα), ἀλλ’ ἐσφαλμένως·― τὸ ῥῆμα κατακονάω (ἐκ τοῦ ἀκόνη) ἀπαντᾷ ἐν Εὐστ. Πονηματ. 295. 44· μεταφορ., ἴδε ἐν λέξει καλλύνω.

Greek Monolingual

κατακονά, ἡ (Α) κατακαίνω
διαφθορά, καταστροφή.

Greek Monotonic

κατᾰκονά: ἡ (κατακαίνω), = διαφθορά, καταστροφή, σε Ευρ.

Middle Liddell

κατᾰκονά, ἡ, κατακαίνω = διαφθορά,]
destruction, Eur.